Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007

«Βασίλισσα» που έμεινε χωρίς ένα στέμμα

Λονδίνο, Νοέμβριος 1953. Πριν από σχεδόν 55 χρόνια, το ποδόσφαιρο άλλαζε μέσα σε μία μέρα μορφή. Η Αγγλία, η οποία παρέμενε αήττητη στην έδρα της από το 1871 κόντρα σε μη βρετανική ομάδα, διαλύθηκε με 6-3 μέσα στο Γουέμπλεϊ από την Ουγγαρία. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι οι Μαγυάροι κέρδισαν, ούτε η διαφορά στο σκορ.

Ηταν ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν να φτάσουν σε αυτή τη μεγάλη νίκη. Σε επίπεδο τακτικής και τεχνικής η Αγγλία υπερνικήθηκε από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό. Εξι μήνες αργότερα, οι ομάδες ξανασυναντήθηκαν, με τους Αγγλους να επιθυμούν τη ρεβάνς. Εκεί σκορπίστηκαν ξανά με 7-1 στη Βουδαπέστη! Η Αγγλία, η γενέτειρα του ποδοσφαίρου, είχε βαθιά πίστη πως ήταν έμφυτα ανώτερη. Σε δύο αγώνες η Ουγγαρία απέδειξε πόσο μακριά είχε φτάσει ο κόσμος και πόσο πίσω είχε μείνει ολόκληρη η Βρετανία.

Για τους Ούγγρους, η νίκη στο Γουέμπλεϊ ήρθε ως συνέχεια ενός αήττητου σερί που τελείωσε στον τελικό της Βέρνης το 1954 απέναντι στους Δυτικογερμανούς για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Και αποτελούσε την αναμφισβήτητη απόδειξη ότι αυτή η «χρυσή ομάδα» με την ηγετική φυσιογνωμία του Φέρενς Πούσκας ήταν η καλύτερη στον κόσμο.

«Δεν είχαμε χάσει από το 1949 και παίζοντας το ένα παιχνίδι μετά το άλλο, η διάταξη της ομάδας και η τακτική αναπτύχθηκαν και αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε καλοί» θυμάται ο δεξιός οπισθοφύλακας Γιένο Μπουζάνσκι.

«Εξαιτίας της τακτικής νίκησε η Ουγγαρία. Ο αγώνας ανέδειξε μια σύγκρουση ανάμεσα σε διατάξεις, και όπως συμβαίνει συνήθως, η νεότερη και πιο ανεπτυγμένη διάταξη επικράτησε». Η Ουγγαρία ήταν μία χώρα που λειτουργούσε κομουνιστικά μεν, επαναστατικά δε και κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στον συντηρητισμό, όπως γράφει στο εκπληκτικό βιβλίο του σχετικά με το ποδόσφαιρο στο πρώην ανατολικό μπλοκ ο Τζόναθαν Γουίλσον.

Από το WM στο 4-2-4
Στην Ουγγαρία τα θέματα τακτικής ήταν πάντα προς συζήτηση, κυρίως ανάμεσα σε τρεις ριζοσπαστικούς προπονητές, τον Μάρτον Μπούκοβι, τον Μπέλα Γκούτμαν και τον Γκουστάβ Σέμπες. Οι δύο πρώτοι δούλεψαν και στην Ελλάδα, ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό οδηγώντας τον σε δύο πρωταθλήματα το ’66 και το ’67 και ο Γκούτμαν για λίγους μήνες το 1967 ανεπιτυχώς στον ΠΑΟ, παρ' ότι στην ιστορία του ποδοσφαίρου παραμένει ο μοναδικός τεχνικός που κατέκτησε τίτλους σε πέντε διαφορετικές χώρες. Μάλιστα ο Γκούτμαν ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Μπενφίκα των θριάμβων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών τη διετία ’61-’62.

Ο Σέμπες ήταν αυτός που οδήγησε την Ουγγαρία στη δόξα του Γουέμπλεϊ, αλλά ο Μπούκοβι ήταν αυτός που επινόησε τον σημαντικότερο νεωτερισμό τακτικής. Ως προπονητής της ΜΤΚ Βουδαπέστης, μετέτρεψε το WM επαναφέροντας τους πλάγιους στα άκρα της επίθεσης και τράβηξε τον σέντερ φορ στο κέντρο. Τότε έγινε προφανές ότι ένα τέτοιο σύστημα απαιτούσε επιπλέον αμυντική κάλυψη και για το λόγο αυτό άλλος ένας από τους αμυντικούς μέσους οπισθοχώρησε, δημιουργώντας ένα αποτελεσματικό 4-2-4.

Στην πραγματικότητα, ο Γουόλτερ Γουιντερμπότομ, ο προπονητής της Αγγλίας, περιορίστηκε στο WM επειδή το είχαν συνηθίσει οι παίκτες του στις ομάδες τους. Στην Ουγγαρία, ωστόσο, ήταν πολύ πιο επικεντρωμένο στην εθνική ομάδα, κυρίως λόγω της αναγνώρισης της δυνατότητας προπαγάνδας μέσω του αθλήτισμου από την κομουνιστική κυβέρνηση. Επειτα από ένα σύντομο διάστημα ως μέλος μιας τριμελούς προπονητικής επιτροπής, ο Σέμπες διορίστηκε μοναδικός προπονητής της εθνικής ομάδας το 1949, το έτος που το κομουνιστικό καθεστώς διέταξε την εθνικοποίηση όλων των αθλητικών συλλόγων. Ο Σέμπες είχε δει ότι οι μεγάλες ομάδες της Ιταλίας και της Αυστρίας του 1930 αντλούσαν τους παίκτες τους από μία ή δύο ομάδες και επιδίωξε κάτι παρόμοιο και στην Ουγγαρία. Η Κίσπεστ, ο προαστιακός σύλλογος στον οποίο ανήκαν ο Πούσκας και ο Μπόσζικ, έγινε η ομάδα του στρατού και μετονομάστηκε σε Χόνβεντ, δηλαδή «οι υπερασπιστές της πατρίδας». Ηταν πιο απλό να πείσουν τους νεαρούς ποδοσφαιριστές ότι η στρατιωτική θητεία τους θα περνούσε καλύτερα παίζοντας μπάλα. Ο Κόκτσις, για παράδειγμα, έφτασε σε ηλικία στράτευσης το 1950 και του δόθηκε η επιλογή είτε να παίξει για τη Χόνβεντ ή να υπηρετήσει σε κάποιο στρατόπεδο στα σύνορα. Αν και υπήρχαν ήδη αρκετοί διεθνείς στη ΜΤΚ -η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ήταν η ομάδα της μυστικής αστυνομίας- ο Σέμπες κατάφερε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τη Χόνβεντ σαν ουσιαστικό προπονητικό κέντρο της εθνικής Ουγγαρίας.

Το χρυσό στο Ελσίνκι
Η Ουγγαρία, που ήταν υπό ανοικοδόμηση, μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950, αλλά δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι. Τα κράτη του ανατολικού μπλοκ είχαν το πλεονέκτημα ότι όλοι οι μεγάλοι αθλητές τους μετρούσαν ως ερασιτέχνες. Ο Σέμπες «συναρμολογούσε» ακόμα την ομάδα του, αλλά στον τελικό κέρδισαν και τους Γιουγκοσλάβους.

Οι αναμνήσεις του Μπουζάνσκι είναι μάλλον λιγότερο πολιτικές. «Τότε η Μις Κόσμος ήταν Φινλανδή» θυμάται, «Και μόνο του το να κατακτάς το χρυσό μετάλλιο είναι ένα σπουδαίο συναίσθημα, αλλά ήταν μεγάλο μπόνους το ότι μας έδωσε ένα κλαδί ελιάς και ένα... φιλί η Μις Κόσμος. Είχα χαθεί τόσο πολύ μέσα στη στιγμή που αναγκάστηκα να κοιτάξω τις εφημερίδες την επόμενη μέρα για να δω αν ήταν πραγματικά τόσο όμορφη όσο τη θυμόμουν».
Ο πρόεδρος της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, σερ Στάνλεϊ Ράους, εντυπωσιασμένος πλησίασε τον Σέμπες για να του προτείνει έναν φιλικό αγώνα. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειαζόταν την έγκριση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος, η οποία φοβόταν το ενδεχόμενο ήττας.

Στη ΜΤΚ, μολονότι είχε τον Χιντεγκούτι στην ομάδα του, ο Μπούκοβι έβαζε τον Πίτερ Παλοτάι σαν κεντρικό επιθετικό και ο Σέμπες, λογικά, έκανε το ίδιο στην εθνική ομάδα. Ενα φιλικό στην Ελβετία τον Σεπτέμβριο του 1952 άλλαξε την Ιστορία. Η Ουγγαρία βρέθηκε να χάνει 2-0 έπειτα από μισή ώρα παιχνιδιού, ο Χιντεγκούτι μπήκε στη θέση του Παλοτάι, η Ουγγαρία επικράτησε 4-2 και η συνεισφορά του ήταν τέτοια που η θέση του στη βασική εντεκάδα έγινε αδιαπραγμάτευτη.
Πριν από τον αγώνα στο Λονδίνο αναδείχτηκε και η σπουδαιότητα του ρόλου του Σέμπες, ο οποίος δεν ήταν απλά μια διάνοια σε θέματα τακτικής, αλλά και γνώστης της πολιτικής με μεγάλες ικανότητες, όπως είχε αποδείξει όταν οργάνωσε την απεργία των εργατών στο εργοστάσιο της Renault πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Σέμπες κατάλαβε γρήγορα πως το σύστημά του ήθελε έναν κεντρικό αμυντικό που δεν θα ήταν μόνο δυνατός, αλλά και ικανός να φτιάχνει το παιχνίδι από τα μετόπισθεν. Ο ιδανικός άνθρωπος για τον ρόλο ήταν ο αμυντικός της Βάσας, Γκιούλα Λόραντ. Ο μετέπειτα τεχνικός που οδήγησε τον ΠΑΟΚ στο πρώτο πρωτάθλημά του, το 1976, και πέθανε στη διάρκεια αγώνα με τον Ολυμπιακό στην Τούμπα, βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης! Είχε σχεδιάσει να ηγηθεί μιας ομάδας Ούγγρων αποστατών που θα έδινε σειρά αγώνων στη Δυτική Ευρώπη. Ο Σέμπες ζήτησε την απελευθέρωσή του από τον υπουργό Εσωτερικών, Γιάνος Κάνταρ, πριν από ένα φιλικό στην Αυστρία, δίνοντας προσωπική εγγύηση ότι ο Λόραντ δεν θα ζητούσε πολιτικό άσυλο όσο θα βρισκόταν στη Βιέννη. Ο Κάνταρ συμφώνησε και ο Γκιούλα με μια θαυμάσια εμφάνιση βοήθησε την Ουγγαρία να κερδίσει τη μεγάλη αντίπαλό της για πρώτη φορά ύστερα από 12 χρόνια.

Δεν ήταν όμως το μοναδικό μέλος της «Αράντσιπατ» που είχε προβλήματα με το καθεστώς. Ο τερματοφύλακας Γκιούλα Γκρόσιτς είχε επίσης συλληφθεί το 1949 επειδή προσπάθησε να φύγει παράνομα από τη χώρα και ένιωθε ότι αντιμετωπιζόταν πάντα με καχυποψία. «Γεννήθηκα μέσα σε μια οικογένεια βαθιά θρησκευτική και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό δείγμα για εκείνη την εποχή» εξηγεί. «Ποτέ δεν κράτησα μυστικό τι πίστευα για την κυβέρνηση. Η οικογένειά μου και ειδικά η μητέρα μου είχαν σκοπό να γίνω καθολικός ιερέας. Είχα μεγαλώσει με αυτό το πνεύμα και αυτός ήταν ένας λόγος που δεν με θεωρούσαν έμπιστο».

Οι αγγλικές μπάλες του Σέμπες
Ο Σέμπες πάνω απ’ όλα ήταν άνθρωπος του ποδοσφαίρου, όπως θυμάται ο Τίμπορ Νίλαζι, ο μεγάλος επιθετικός της Φερεντσβάρος και της εθνικής Ουγγαρίας τη δεκαετία του ’70.

«Οταν ήμουν παιδί έμενε στην ίδια περιοχή της Βουδαπέστης με μένα», διηγείται. «Κατέβαινε στην πλατεία που έπαιζα ποδόσφαιρο με τους φίλους μου και μας ανέβαζε στο διαμέρισμά του, μας έδινε σάντουιτς και μας έβαζε να βλέπουμε ταινίες των παιχνιδιών με την Αγγλία, το 6-3 και το 7-1. Αυτός με είχε προτείνει στη Φερεντσβάρος. Ηταν σαν παππούς μου. Ζούσε μόνο για το ποδόσφαιρο. Στους δύσκολους καιρούς της δεκαετίας του ’50 η φωνή του ακουγόταν σε σημαντικούς κύκλους».

Ακόμα και το ότι έπεισε την κυβέρνηση να διοργανώσει το παιχνίδι με την Αγγλία ήταν ένας άθλος και αφού είχε φτάσει μέχρις εκεί, ήταν αποφασισμένος ότι θα κέρδιζε η Ουγγαρία. «Ο Σέμπες βρήκε μερικές αγγλικές μπάλες ώστε να τις συνηθίσουμε, αφού απορροφούσαν την υγρασία και έπαιρναν βάρος όσο κυλούσε το παιχνίδι» αναπολεί ο Μπουζάνσκι. «Ακόμα ήξερε ότι ο αγωνιστικός χώρος του Γουέμπλεϊ είχε πλάτος 74 μέτρα, οπότε προσάρμοσε ένα από τα βοηθητικά γήπεδά μας για να ταιριάζει στις διαστάσεις του».

Το πρώτο παιχνίδι της Ουγγαρίας με την αγγλική μπάλα δείχνει πραγματικά πόσο χρειαζόταν την εξάσκηση. Δέκα μέρες πριν από το παιχνίδι του Γουέμπλεϊ, οι Ούγγροι με δυσκολία απέσπασαν την ισοπαλία (2-2) από τη Σουηδία στη Βουδαπέστη.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Σέμπες, οι Ούγγροι ποδοσφαιριστές ήξεραν πολύ λίγα για τους Αγγλους συναδέλφους τους. «Δεν τους είχαμε δει καν σε φωτογραφία και μόνο από τα νούμερα στις φανέλες θα τους αναγνωρίζαμε» λέει ο Μπουζάνσκι.

Η νευρικότητα που συνόδευε την είσοδό τους στον αγωνιστικό χώρο του Γουέμπλεϊ κράτησε μόνο μέχρι το πρώτο άγγιγμα της μπάλας. Δεν χρειάστηκε περισσότερο από ένα λεπτό για να πάρει η Ουγγαρία το προβάδισμα, τη στιγμή που ο Μπόζικ πέρασε μια μπαλιά στον Χιντεγκούτι που σκόραρε από τη γραμμή της μεγάλης περιοχής. Ο Τζάκι Σιούελ ισοφάρισε, αλλά σύντομα ο Χιντεγκούτι πρόσθεσε άλλο ένα τέρμα στο ενεργητικό του πριν ο Πούσκας σκοράρει το γκολ που θα του χάριζε την αθανασία. Ο Τσίμπορ έκανε τη σέντρα στον Πούσκας πάνω στη γραμμή της μικρής περιοχής και καθώς αυτός κοντρόλαρε την μπάλα ο Μπίλι Ράιτ έκανε το τάκλιν. Τότε ο Πούσκας πάτησε την μπάλα προς τα πίσω και με μια κίνηση έστειλε την μπάλα στα δίχτυα αφήνοντας τον Ράιτ να προσπαθεί να καταλάβει τι είχε συμβεί. «Ολοι θυμούνται αυτό το γκολ» έγραψε στο βιβλίο του ο Πούσκας, «αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να κάνω στην άκρη γρήγορα, αλλιώς ο Ράιτ θα με είχε ποδοπατήσει».

Οσο μετριοπαθής κι αν είναι, αυτό το γκολ επιβεβαίωσε τη θέση του ως του κορυφαίου ποδοσφαιριστή μιας σπουδαίας ομάδας. Οι αγγλικές εφημερίδες έγραφαν όλες για τον Πούσκας το επόμενο πρωί, βαφτίζοντάς τον ο «καλπάζων συνταγματάρχης» αν και ήταν μόνο υπολοχαγός. «Εάν ένας καλός παίκτης έχει την μπάλα πρέπει να έχει την όραση ώστε να εντοπίζει τουλάχιστον τρεις επιλογές. Ο Πούσκας πάντα έβρισκε τουλάχιστον πέντε» θυμάται ο Μπουζάνσκι! Το τελικό 3-6 δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την ανωτερότητα της Ουγγαρίας.

Πάνω από 150.000 οπαδοί συγκεντρώθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βουδαπέστης, για να αποθεώσουν την Ουγγαρία. Οταν αντιμετώπισαν την Αγγλία ξανά τον Μάιο του 1954 υπολογίζεται ότι περίπου τρία εκατομμύρια άνθρωποι ζήτησαν εισιτήρια. Επισήμως, 105.000 θεατές την είδαν να κερδίζει 7-1 στο «Νεπστάντιον», αλλά περισσότεροι ακόμα στριμώχτηκαν στις κερκίδες. Υπάρχουν ιστορίες ότι οπαδοί μέσα από το γήπεδο χρησιμοποιούσαν... ταχυδρομικά περιστέρια για να στείλουν τα εισιτήριά τους σε φίλους που περίμεναν απ’ έξω. Κατά κάποιο τρόπο το 1954 ήταν περισσότερο σημαντικό διότι απέδειξε ότι αυτό που συνέβη στο Γουέμπλεϊ δεν ήταν περιστασιακό. Εκείνες τις γκρίζες μέρες το ποδόσφαιρο ήταν αυτό που ένωνε τους ανθρώπους στην Ουγγαρία.

Αυτή η νίκη με 7-1, ωστόσο, ήταν το ζενίθ της «χρυσής ομάδας». Η Ουγγαρία ήταν δίχως αμφιβολία η καλύτερη ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, αλλά με τον Πούσκας τραυματία, το προβάδισμα των δύο γκολ ανατράπηκε και η Δυτική Γερμανία στέφθηκε πρωταθλήτρια κόσμου. «Η αντίδραση στην Ουγγαρία ήταν φριχτή» διηγείται ο Γκρόσιτς. «Εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ξεχύθηκαν στους δρόμους μετά το παιχνίδι. Με το πρόσχημα του ποδοσφαίρου, διαδήλωναν ανοικτά ενάντια στο καθεστώς. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο πικρή που μπορούσες να την αισθανθείς μήνες μετά. Σε εκείνες τις διαδηλώσεις πιστεύω ότι βρίσκονται οι βάσεις της εξέγερσης του 1956».

Τα σοβιετικά τανκ αποτελείωσαν την «Αράντσιπατ»
Η επανάσταση και η επέμβαση των σοβιετικών τανκ αποτελείωσαν την «Αράντσιπατ», μολονότι είναι αλήθεια ότι η εικόνα της είχε αρχίσει να ξεθωριάζει καιρό πριν. Η Χόνβεντ και η ΜΤΚ πήραν τους παίκτες τους σε ευρωπαϊκές περιοδείες για να τους απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και η πρώτη δέχτηκε μια μακροπρόθεσμη πρόσκληση για περιοδεία στη Βραζιλία, παρά την αντίθεση του Υπουργείου Αθλητισμού της Ουγγαρίας. Οταν επέστρεψαν στη Βιέννη τούς είπαν ότι θα κατηγορηθούν για την απουσία τους. Δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί αποφάσισαν να μείνουν μακριά, προτιμώντας να υπογράψουν σε ομάδες της Δυτικής Ευρώπης. Ο Πούσκας κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης, ο Κόκτσις και ο Τσίμπορ στην Μπαρτσελόνα και η Ουγγαρία δεν ήταν ποτέ ξανά εξίσου καλή. Ελάχιστοι ξέρουν ότι ο αείμνηστος Δημήτρης Καρέλλας τούς έφερε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Εθνικού Πειραιά αμέσως μετά τη φυγή τους στη Δύση. Ομως το τέως ΠΟΚ, μόλις συνειδητοποίησε τον μεγάλο κίνδυνο που διαγραφόταν, συνασπίστηκε και εμπόδισε την ΕΠΟ να τους βγάλει δελτία! Πόσο διαφορετικό θα ήταν το ελληνικό ποδόσφαιρο σε αντίθετη περίπτωση; Οι αναμνήσεις αποτελούν ακόμα έναν δεσμό για τους Ούγγρους. «Το 1997 ήμουν με τον Πούσκας, τον Γκρόσιτς και τον Χιντεγκούτι» θυμάται ο Μπουζάνσκι. «Ημασταν στις ΗΠΑ και πηγαίναμε προς τον Καναδά πετώντας από την Τάμπα. Οι υπεύθυνοι που έλεγξαν τα διαβατήριά μας ήξεραν όλοι ποιοι ήμασταν και μετά στην αίθουσα αναχώρησης ήρθε ένας τύπος για να μας μιλήσει. Θυμόταν έναν προς έναν όλους τους παίκτες της εθνικής Ουγγαρίας από το παιχνίδι του 1953 και ήταν μόλις 43 ετών. Δεν είχε καν γεννηθεί τότε! Στο Τορόντο ήμασταν προσκεκλημένοι σε μια εκδήλωση από έναν Αγγλο εκατομμυριούχο. Μετά τις συστάσεις, είπε ότι ήταν περήφανος που βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο στις 25 Νοεμβρίου 1953. Δείξαμε μπερδεμένοι και μας εξήγησε ότι ήταν ένα από τα παιδιά για τις μπάλες. Είπε ότι ήταν τιμή του μόνο και μόνο που ήταν παρών στο παιχνίδι στο οποίο γράφτηκε πραγματική Ιστορία».

Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, από την SpotrDay της Κυριακής, 25 Νοεμβρίου 2007