Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

Κομπάρσοι με λεφτά

Τι νόημα έχει να είσαι πλούσιος αν δεν το ξέρουν οι άλλοι;

Εμείς αστούς δεν είχαμε· ούτε και ευγενείς. Αν τολμήσει κάποιος στην Ελλάδα να επικαλεστεί μεγαλόφωνα τίτλους αριστοκρατικής καταγωγής, δεν τον ξεπλένει ούτε ο Κηφισός, όταν γίνεται ποτάμι. Άλλος μία, άλλος δύο γενιές πίσω, είμαστε όλοι - για να το πούμε κομψά - σπορά γεωργών, κτηνοτρόφων και θαλασσινών.

Ξαφνικά όμως αποκτήσαμε χάι σοσάιτι.

Την ντόπια οικονομική δύναμη που συγκροτήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες την αποτελούν άνθρωποι από το οικονομικό πουθενά. Είναι αυτοί που «άρπαξαν τις ευκαιρίες», και σήμερα διαθέτουν περιουσίες τρανταχτές, επισύροντας τον φθόνο και τα μουλωχτά δηλητήρια των υπόλοιπων.

Σε έναν τόπο που ο απλός άνθρωπος, για να κάνει το στοιχειώδες, π.χ. να χτίσει ένα σπιτάκι, πρέπει να λαδώσει και τα πόμολα της Πολεοδομίας, δεν μπορεί παρά αυτός που λαμβάνει επιδοτήσεις από το δημόσιο ταμείο και εξασφαλίζει κρατική αρωγή να αντιμετωπίζεται με καχυποψία.

Ιδίως όταν το χρήμα το συνοδεύει η πρόκληση.

Ελλείψει αντιλόγου, οι νεόπλουτοι στη χώρα μας διεκδικούν τον ρόλο της ηγέτιδας αστικής τάξης με μόνη ιδιότητα την οικονομική δύναμη που απόκτησαν. Αλλά ούτε την προμηθεϊκή διάσταση του δυτικού αστού διαθέτουν, που μεταβόλιζε την πρόοδο της επιστήμης σε κοινό κτήμα, ούτε και τον πολιτισμό του.

Πρόκειται για μεταπράτες και μιζαδόρους, που φέρουν στο έπακρο τα γνωρίσματα της μικροαστικής τάξης, από την οποία προέρχονται.

(Ο κυρίως ειπείν μικροαστός είναι ο κομπάρσος της ιστορίας· κοιτάει μόνο τη «δουλίτσα του» και είναι πρόθυμη κολόνα αυταρχικών καθεστώτων. Δεν συνδιαλέγεται με ιδεολογικά ρεύματα ούτε παράγει πολιτισμό· κατά τον Μπαρτ, ο «στενόμυαλος μικροαστός» θεωρεί την κουλτούρα «σαν μια αρρώστια». Το «είναι» ουδόλως τον απασχολεί· ορέγεται αποκλειστικά το «έχειν».)

Στη σύγχρονη «κοινωνία της αγοράς» ο νεόπλουτος μικροαστός αλωνίζει. Καθώς έχουμε επιστρέψει σε δαρβίνεια κατάσταση και ισχύει το survival of the fittest1, βρίσκεται στο στοιχείο του. Αποφεύγει τις υποχρεώσεις του απλού πολίτη, και με τη δύναμη του χρήματος διαπραγματεύεται απευθείας με την κεντρική εξουσία· διεκδικεί καθεστώς ασυλίας έναντι των νόμων και, όχι λίγες φορές, επιβάλλει τη θέλησή του εις βάρος του συνόλου.

Δεν υποψιάζεται καν ότι αποτελεί νοσηρό κοινωνικό σύμπτωμα. Τα υλικά αποκτήματα και οι ποικίλοι παρατρεχάμενοι του προσφέρουν την ψευδαίσθηση ότι είναι κάποιο ανώτερο ον· εξ ου και η χαρακτηριστική μανία του «επιτυχημένου» να συμβουλεύει τους άλλους επί παντός επιστητού.

Αφού πέτυχε οικονομικά, πέτυχε σε όλα.

Όμως η συσσώρευση πλούτου δεν είναι απόδειξη ευφυΐας. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν, πολύ πριν ο Άνταμ Σμιθ και ο Μαρξ το διατυπώσουν με απολύτως κατηγορηματικό τρόπο, ότι κι ένας βλάκας μπορεί να πλουτίσει· τα παραδείγματα γύρω μας δεν είναι λίγα. Απαιτούνται συνήθως γνώση της πιάτσας, λίγη τύχη και απουσία αναστολών.

Άλλωστε όποιος έχει μυαλό το αφιερώνει σε ευγενέστερα πεδία· της επιστήμης, της τέχνης, της φιλοσοφίας. Αρκετοί πλούσιοι παγκοσμίως, όταν στη δύση του βίου τους ανακαλύπτουν πως κατασπατάλησαν τη ζωή τους σε ανούσιες δραστηριότητες, διαθέτουν μεγάλα ποσά στη στήριξη καλλιτεχνών και επιστημόνων.

Το σύμπτωμα των καιρών είναι ότι ο επιτυχημένος μικροαστός ή γόνος μικροαστών, αντί να κρυφτεί, για να ξεκοκαλίσει το χρήμα που καρπώθηκε, επιλέγει τη δημόσια έκθεση.

Ο ψυχισμός του νεόπλουτου βοά μέσα του για νέα πεδία· πρέπει επιτέλους να βγει απ' την ανωνυμία. Να μάθουν, ει δυνατόν όλοι, την επιτυχία του και την κοινωνική του άνοδο. Να τον γνωρίζουν και να τον υπολογίζουν.

Αφού κατακτήθηκε το «έχειν», πρέπει επειγόντως να περάσει στο «φαίνεσθαι».

Δεξιώνεται τους ισχυρούς, επιδεικνύει το βιος του, σπαταλά μεγάλα ποσά σε καπρίτσια και παραχωρεί συνεντεύξεις οι οποίες δεν περιέχουν ούτε δυο στάγματα σοφίας ή έστω ανθρωπιάς. Προκειμένου να ακουστεί, γίνεται χορηγός μαζικών θεαμάτων με επίφαση τέχνης, διαπράττει εκκωφαντικές φιλανθρωπίες και επιδιώκει τη συντροφιά ανθρώπων με «όνομα», που θα τον κρατάνε στη δημοσιότητα.

Ο Ντεμπόρ θεωρεί πως αυτό το φαινόμενο της αλόγιστης σπατάλης και της κραυγαλέας επίδειξης οφείλεται στην ολοκληρωτική πλέον μονοπώληση της κοινωνικής ζωής από την οικονομία:

«Η πρώτη φάση της κυριαρχίας της οικονομίας στην κοινωνική ζωή είχε επιφέρει, μέσα στον ορισμό κάθε ανθρώπινης πραγμάτωσης, έναν έκδηλο υποβιβασμό του "είναι" σε "έχειν".

»Η παρούσα φάση της ολοκληρωτικής κατοχής της κοινωνικής ζωής από τα συσσωρευμένα αποτελέσματα της οικονομίας οδηγεί προς μια γενικευμένη διολίσθηση από το "έχειν" στο "φαίνεσθαι", από το οποίο κάθε πραγματικό "έχειν" οφείλει να αντλεί το άμεσο κύρος και την τελική λειτουργία του»².

Σε κάποια αμερικάνικη ταινία ένας άξεστος Τεξανός με χρυσές καδένες βάζει την οξυζεναρισμένη συνοδό του να πληροφορεί τους θαμώνες ενός πολυτελούς εστιατόριου ότι «ο φίλος της είναι πλούσιος».

Όπως απεφθέγγετο ο ίδιος, «τι νόημα έχει να είσαι πλούσιος αν δεν το ξέρουν οι άλλοι;».

Στο ίδιο κλαδί κρέμονται και οι δικοί μας.

Οι ντόπιοι νεόπλουτοι κάνουν ό,τι μπορούν για να τους προσέξουμε, να μας εντυπωσιάσουν και να τους θαυμάσουμε. Αλλά τι να θαυμάσεις από ανθρώπους που δεν έχουν σε εκτίμηση τον εαυτό τους. Είναι πρόσωπα ελλειμματικά, βυθισμένα στην αυτοϋποτίμηση. Αυτός είναι ο λόγος που προτάσσουν μονίμως τα υλικά τους αποκτήματα· θεωρούν τα «πράγματα» πιο σημαντικά από τους ίδιους.

Προκειμένου να θεμελιώσουν ένα φαντασιακό είδος ανωτερότητας έναντι των «κοινών θνητών», ταυτοποιούν το χρήμα που έχουν με αυτά που θα ήθελαν να έχουν· την ευφυΐα, την καλλιέργεια, τη χάρη, την αισθητική, την ευαισθησία.

Τα μέλη της μικροαστικής μας χάι σοσάιτι εισάγουν έναν νέο ανθρωπότυπο που υπάρχει, ντύνεται, στολίζεται, διασκεδάζει, γελάει και χαίρεται μόνο ενώπιον κοινού· σαν ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο του. Βέβαια η κοσμική, χαρωπή μάσκα δεν αποκρύπτει· αποκαλύπτει τη νεύρωση. Και επιβεβαιώνεται μέχρι κεραίας πως ό,τι σου δίνει η ζωή σε χρήμα και πλούτο σ' το παίρνει σε ανθρωπιά και γνησιότητα αισθημάτων.

Η εικόνα τους είναι αποκαρδιωτική.

Δίνουν την εντύπωση όντων παντελώς αναίσθητων σε όσα δραματικά συμβαίνουν γύρω τους. Η μόνη τους έννοια είναι σε κάθε περίπτωση να «περνάνε καλά» - κορυφαίο δείγμα του πιο απωθητικού μικροαστικού ατομισμού.

Ο Φιτζέραλντ δεν ζει πια.

Κι αν ζούσε, διόλου δεν θα ενδιαφερόταν να γράψει για συζύγους και τέκνα αετονύχηδων που πέτυχαν να ξεφύγουν από την ανέχεια, αλλά τρέφονται με σκουπίδια· μαϊμουδίζουν ξένα πρότυπα, αποθεώνουν το κιτς και ποδοπατούν τον πιο αγαπησιάρικο λαϊκό πολιτισμό της Μεσογείου.

Αυτοί που βλέπετε να ποζάρουν στα ιλουστρασιόν περιοδικά και στην τηλεόραση με κούφια ανωτερότητα και στιλ δεν υπάρχουν. Θα χαθούν μόλις γυρίσετε σελίδα ή αλλάξετε κανάλι.

Δεν θα καταγραφούν ποτέ στην ιστορία του κόσμου.

Αυτή η τιμή ανήκει στους αληθινούς πρωταγωνιστές της ζωής· τις μεγάλες προσωπικότητες και τους ταπεινούς που κινούν τον κόσμο μπροστά.

............................................................................

1. Survival of the fittest: η επιβίωση του πιο δυνατού.

2. Γκυ Ντεμπόρ, «Η κοινωνία του θεάματος», Ελεύθερος Τύπος.

Του Διονύση Χαριτόπουλου από "ΤΑ ΝΕΑ" του Σαββάτου, 19 Οκτωβρίου 2002