Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Οπαδός ή φίλαθλος;

Ματαίως θα αναζητήσετε κάποιον θεατή που να αερολογεί, σαν πολιτικάντης στις κάμερες, «να νικήσει ο καλύτερος»

Σε λίγα λεπτά αρχίζει το ματς. Το γήπεδο της Τούμπας κοχλάζει κατάμεστο από παθιασμένους φίλαθλους του ΠΑΟΚ. Μόνο μία κερκίδα είναι εντελώς κενή, στην οποία, σύμφωνα με τα αστυνομικά μέτρα ασφάλειας, θα μπουν και θα καθήσουν, απομονωμένοι μέσα στα εκατέρωθεν κάγκελα, οι φιλοξενούμενοι φίλαθλοι του Ολυμπιακού.

Αλλά θα μπουν αφού αρχίσει το παιχνίδι.

Τα όργανα της τάξης λένε στους πωρωμένους που έχουν καταπιεί χιλιόμετρα, για να δουν την ομάδα τους, ότι θα περιμένουν 10-15 λεπτά το πολύ. Ως συνήθως, με αστυνομικό σαδισμό παρατείνουν την αναμονή έξω από το γήπεδο σε μισή ώρα και όχι σπάνια οι φιλοξενούμενοι χάνουν ολόκληρο το πρώτο ημίχρονο.

Στο μεταξύ μέσα στο γήπεδο οι ομάδες βγαίνουν στον αγωνιστικό χώρο, και οι κερκίδες παίρνουν φωτιά· σκληρά συνθήματα, ασπρόμαυρες σημαίες, καραμούζες, σφυρίχτρες, όλα στο φόρτε να δημιουργήσουν το φοβικό κλίμα που θα λυγίσει το ηθικό του αντίπαλου.

Τότε γίνεται το ανήκουστο.

Ένας νεαρός από τους έξω διέφυγε την αστυνομική επιτήρηση, τρύπωσε στο γήπεδο και βγήκε μόνος στην άδεια κερκίδα που προορίζεται για τους φιλοξενούμενους. Φοράει στην πλάτη σαν μανδύα μια πελώρια ασπροκόκκινη σημαία, έχει ένα κασκόλ της ομάδας του τυλιγμένο πειρατικά στο κεφάλι, άλλα δύο δεμένα στους καρπούς των χεριών και ανεμίζει μία ακόμη ασπροκόκκινη σημαία.

Η πρόκληση δεν αντέχεται.

Οι χιλιάδες θεατές ξεχνάνε τους παίκτες στο γήπεδο και στρέφονται καταπάνω του. Τον βρίζουν, τον απειλούν με χειρονομίες, εκτοξεύουν εναντίον του αντικείμενα και κομμάτια μπετόν από τη ρημαγμένη κερκίδα, μα αυτός δεν πτοείται· το γλεντάει κανονικά.

Ανεμίζει τα δικά του λάβαρα.

Χορεύει και φωνάζει τα δικά του συνθήματα, που πνίγονται από τις μύριες αντίθετες φωνές, κάνει τις δικές του απειλητικές χειρονομίες, ένας αυτός εναντίον όλων. Και, σε μια στιγμή παροξυσμού παρατάει τη σημαία, γέρνει λίγο πίσω το σώμα του και, περιστρεφόμενος προς όλες τις γύρω εξέδρες, για να έχουν όλοι ικανοποιητική θέα, κάνει με τα δυο του χέρια τη γνωστή κοφτή κίνηση προς τα όργανά του.

Τα σιδερένια κιγκλιδώματα και από τις δύο πλευρές της άδειας κερκίδας πάνε κι έρχονται σαν λαστιχένια από τα άγρια ταρακουνήματα των ΠΑΟΚτζήδων, που δεν σηκώνουν τέτοια προσβολή μέσα στο σπίτι τους· θα τον φάνε ζωντανό. Ευτυχώς τα σίδερα άντεξαν μέχρι να αναλάβει η αστυνομία γιατί ο ασπροκόκκινος τολμητίας μπορεί όντως «να είχε πεθάνει για την ομάδα».

Κάτι τέτοιες σκηνές ψάχνουν οι δημοσιολογούντες για ν' αρχίσουν τα φληναφήματα και τις θεωρίες περί «φίλαθλου πνεύματος».

Το βέβαιο είναι ότι σε καμία κερκίδα του κόσμου δεν υπάρχει ο «φίλαθλος», αυτό το μαλάκιον που περιγράφουν. Από τον υπερτιμημένο στίβο έως τα ομαδικά αθλήματα και το πολύπαθο ποδόσφαιρο ματαίως θα αναζητήσετε κάποιον θεατή που να αερολογεί, σαν πολιτικάντης στις κάμερες, «να νικήσει ο καλύτερος». Άλλωστε η μόνη απόδειξη του «καλύτερου» είναι η νίκη.

Ο φίλαθλος αγαπάει τους άθλους.

Και οι άθλοι έχουν ταυτότητα που τους δίνει νόημα και περιεχόμενο. Η άρση εκατόκιλων από έναν ξένο δεν σημαίνει και πολλά· και μια μπάλα που τινάζει τα δίχτυα επίσης. Σημασία έχει να νικήσει ο δικός μας άνθρωπος, η δική μας ομάδα για να ψηλώσουμε κι εμείς μαζί τους.

Σε ένα σύστημα που θεραπεύει νυχθημερόν με κάθε μέσο την ακύρωση της σκέψης και την πρόσδεση του ανθρώπου σε κόμματα, δόγματα, μάρκες, σταρ και κάθε λογής ξόανα, πού να βρεθούν τα αντισώματα για να γλιτώσεις την παθογένεια;

Φίλαθλος που κόβει εισιτήριο δεν υπάρχει.

Είμαστε όλοι οπαδοί.

Δεν πάει ο άλλος στο γήπεδο με κρύο μάτι. Αγώνας χωρίς πάθος δεν γίνεται. Η συναισθηματική στράτευση είναι βαριάς μορφής. Η ομάδα είναι προέκταση του εαυτού σου· μπορεί να σε απογοητεύσει, να σε σκάσει, να σε χτικιάσει, αλλά δεν θα την προδώσεις ποτέ.

Η ομάδα να πάει καλά κι όλοι οι άλλοι να πάνε να γκρεμιστούν.

Όταν παίζει ο Παναθηναϊκός με μια ξένη ομάδα, οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού παρακαλάνε να χάσει· και το αντίστροφο. Παρά τα γλυκερά σχόλια των σπορτσκάστερ, στο μυαλό του οπαδού είναι απλώς αντίπαλος· δεν εκπροσωπεί την Ελλάδα. Ρωτήστε τους Έλληνες ποδοσφαιριστές τι γίνεται όταν παίζουν στο εξωτερικό με κάποια ομάδα· οι φίλαθλοι της άλλης τοπικής ομάδας πάνε στο ξενοδοχείο τους ή στην προπόνηση και τους παροτρύνουν «να τη σκίσουν».

Παρότι το ποδόσφαιρο, όπως και σύμπας ο αθλητισμός, έγινε χρυσοφόρο κοίτασμα για εμπόρους, οι άνθρωποι του εισιτηρίου κρατάνε τις αποστάσεις. Αποκαλούν περιφρονητικά «μάρμαρα» τις θέσεις των επίσημων και περνάνε από λαϊκό δικαστήριο τη λοβιτούρα και τη συναλλαγή των κρατούντων.

Τα «στρουμφάκια με τα ροπαλάκια» (όταν οι στολές των ΜΑΤ ήταν χρώματος μπλε), που εκπροσωπούν την εξουσία, είναι ισόβιος στόχος λοιδορίας και ενίοτε αφορμή κλωτσοπατινάδας.

Πριν λίγα χρόνια συνελήφθησαν δύο αστυνομικοί σε περιπολία να σουφρώνουν κασετόφωνα αυτοκινήτων· την επόμενη Κυριακή στου Καραϊσκάκη, μόλις εμφανίστηκαν οι ένστολοι, να πάρουν θέσεις στο γήπεδο, τους υποδέχτηκαν 30.000 στόματα με το εξευτελιστικό:

«Φέρτε-πίσω-τα κα-σετό-φωνα».

Η κερκίδα είναι χώρος ανάσας και ελευθερίας.

Ο άνθρωπος που είναι όλη την εβδομάδα στην πρέσα της κοινωνικής συμμόρφωσης και χάνει αδιαμαρτύρητα από παντού, την Κυριακή είναι η σειρά του να κερδίσει· για να αντέξει την καινούργια εβδομάδα που ξημερώνει και να έχει να λέει.

Ταραξίας στο γήπεδο είναι δυνητικά κάθε θεατής, ανεξαρτήτως μόρφωσης, κοινωνικής θέσης, ηλικίας και φύλου.

Δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος να ξεφύγει.

[Το 1963 έπαιζα σε μια ομάδα του Πειραιά με το νούμερο 4 στην πλάτη και πήγαμε για έναν αγώνα στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα). Στο παιχνίδι παρίστατο όλο το χωριό, και βεβαίως μας έβριζαν εν χορώ· μαζί και μια μαυροντυμένη γιαγιά με τσεμπέρι στο κεφάλι, που παρακολουθούσε το ματς καθισμένη σε ένα καφάσι. Σε κάποια φάση πήγα στη γραμμή, να μαζέψω την μπάλα που είχε βγει αράουτ, και μου ήρθε ο ουρανός καπάκι. Η γιαγιά, αγανακτισμένη προφανώς με τον τρόπο που ως αμυντικός περιποιόμουν τα «παιδιά» τους, ήρθε από πίσω και μου πέρασε το καφάσι κολάρο].

Όμως, πέρα από τις λεκτικές εκρήξεις και τα συνηθισμένα μικροεπεισόδια εκτόνωσης, κάποια θυμωμένα παιδιά που βλέπουν τη ζωή από την άκρη της ξεσπάνε τυφλά σε όσα τους λείπουν· αυτοκίνητα, βιτρίνες, τράπεζες.

Όλες οι έρευνες τα έχουν φωτογραφίσει· νέοι, άνεργοι, κάτοικοι υποβαθμισμένων περιοχών, πενιχρά εισοδήματα, χαμηλή μόρφωση και πάει λέγοντας. Από χίλιες μεριές έχει επισημανθεί πως «τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας είναι τα μεγάλα προβλήματα της νεολαίας».

Μα η κοινωνία δεν κάνει τίποτα· περιορίζεται να στιγματίζει υποκριτικά αυτούς που έσπρωξε στο περιθώριο.

Οι πολιτικοί ταγοί μάλλον πρέπει να είναι ευχαριστημένοι αφού αυτές οι χαμένες ψυχές εκτονώνονται στα γήπεδα και δεν έχουν ακόμη περικυκλώσει τα σπίτια τους.

Του Διονύση Χαριτόπουλου από "ΤΑ ΝΕΑ" του Σαββάτου, 12 Οκτωβρίου 2002.