Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Ρεπορτάζ από το μέλλον

Κείμενο που είχα διαβάσει σε κάποιο περιοδικό και είχα κρατήσει λίγες σημειώσεις του κάποια νύχτα προ δεκαετίας στην Μονάδα 100. Το βάζω σε τάξη τώρα και φτιάχνω την ιστορία με αφορμή το ασφαλiστ(ρ)ικό νομοσχέδιο. Ελπίζω διασκεδαστικό.

Κάπου στην Αθήνα, το έτος 2126, στα γραφεία κάποιας απογευματινής εφημερίδας, ένας ρεπόρτερ από το μέλλον, ψάχνοντας στα αρχεία, στον μεγέθους στυλογράφου υπολογιστή του βρήκε τις προβλέψεις των ειδικών πριν από έναν αιώνα και κάτι (το σωτήριο έτος ...1998!) για τις μέρες αθανασίας που έρχονταν.

Τι έλεγαν αυτές οι προβλέψεις;

«Το ένζυμο «τελομεράση», μπορεί να επιμηκύνει τη ζωή», υποστηρίζαν οι τότε ερευνητές. «Υπάρχει, έτσι, μια πιθανότητα να ζούμε διακόσια χρόνια»!

Μετά ερχόντουσαν αμείλικτα (για τότε) τα ερωτήματα:

Τι θ' απογίνει ο κόσμος που ξέρουμε;

Πως χωράνε δεκαεπτά νομά σ' ένα δωμά;

Πότε θα πεθάνει η γιαγιά;

Πότε θα πάρω σύνταξη;»


Αθήνα, έτος 2126μ.Χ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ο Ο.Η.Ε. προέβλεπε ότι ο πληθυσμός της Γης το 2050 θα ήταν 10 με 12 δισεκατομμύρια. Ύστερα όμως από την ταχύτατη διάδοση των φαρμάκων για την θεραπεία της γήρανσης που βασίζεται στο ένζυμο «τελομεράση», εκατομμύρια άνθρωποι είχαν ήδη επιλέξει την διαρκή νεότητα: 30 δισεκατομμύρια άνθρωποι συνωστίζονταν πλέον πάνω στον πλανήτη μας. Βεβαίως, ο πληθυσμός του Τρίτου Κόσμου συνέχισε να αυξάνεται με μικρότερους ρυθμούς αφού οι αρρώστιες και οι πόλεμοι συνεχίζονταν. Η ανεπτυγμένη Δύση έχει οριακά στο +0,5% δείκτη γεννήσεων, ο πληθυσμός της όμως αύξανε διαρκώς, λόγω της εκτεταμένης χρήσης των θεραπειών τελομεράσης. Όλα αυτά είχαν ξεκινήσει από μια ανακοίνωση του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Τέξας, στα τέλη του 1997. Τι έλεγε; Ότι οι ερευνητές του, σε συνεργασία με τη βιοτεχνολογική εταιρεία Gevon Corp. της Καλιφόρνια, κατάφεραν να επιμηκύνουν τη ζωή συγκεκριμένων κυττάρων, διατηρώντας τα ταυτόχρονα σε πλήρη ακμή ...

Αθήνα, έτος 2126μ.Χ. Ο ρεπόρτερ μας, βλέποντας από το παράθυρο το καταπράσινο «Μουσείο Κλασικής Ελληνικής Γλυπτικής Νο 35» (που κάποτε λεγόταν «Νεκροταφείο») παίρνει μήνυμα για τον τελευταίο έλεγχο των ειδήσεων της ημέρας. Συνηθισμένα πράγματα: «Η ιατρική επιτροπή του Συνδέσμου Καταναλωτών καταγγέλλει ότι το φάρμακο της «αθανασίας» συνεχίζει να προκαλεί καρκίνο». «Αυτοκτονία ανέργου. Στο παρελθόν υπήρξε διάσημος γιατρός, ειδικευμένος στη γεροντολογία «Με σκότωσε η αιώνια νεότητα», έγραφε το σημείωμα που βρέθηκε δίπλα στο πτώμα του».

Ο ρεπόρτερ σκέφτηκε να κάνει μια σύντομη αναδρομή στο αρχείο της εφημερίδας. Ήθελε να δει -και να θυμηθεί-, πότε και πως αυτό το «ελιξήριο της νεότητας» κατάφερε να πραγματοποιήσει ένα από τα παλιότερα ανθρώπινα όνειρα: την εξάλειψη των γηρατειών. Γιατί οι εξελίξεις δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα λέγαμε ...«ομαλές». Τα πρώτα χρόνια της τρίτης χιλιετίας, οι θεραπείες τελομεράσης ήταν υπόθεση για πολύ λίγους: το κόστος ήταν δυσθεώρητο, οι ηθικές αναστολές που εκφράζονταν από την Εκκλησία, τις ομάδες «ανήσυχων» πολιτών αλλά και από πολλούς επιστήμονες ήταν έντονες και, επιπλέον, οι «άτεχνες» πρώτες προσπάθειες ήταν υπαίτιες για καρκινογενέσεις.

Η επόμενη φάση απέδειξε ότι ακόμη και η αθανασία είναι «ταξική»: με την τελειοποίηση των μεθόδων, το κόστος των θεραπειών συνέχισε να παραμένει υψηλό. Αποτέλεσμα: μόνο οι πλούσιοι (ή έστω οι πολλοί πλούσιοι) μπορούσαν και «αγόραζαν χρόνο». Οι φτωχοί συνέχισαν να ζουν όπως ζούσαν δύο αιώνες πριν, στον 20ο αιώνα: αρρώσταιναν κανονικά και απλώς πέθαιναν. Κανονικά.

Η αναζήτηση στο αρχείο άρχισε να δίνει τα πρώτα αποτελέσματα. Στο πρώτο δημοσίευμα, του 1998, ο Δήμος Τσαντίλης, φυσικός, στο περιοδικό «Νέα Οικολογία» μελλοντολογούσε: «...κάποτε μιλούσαν για κρίση. Στο μέλλον αυτή η κρίση θα έχει γίνει τρόπος ζωής. Μετά από την κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικών ασφαλίσεων, (προφητικός!) που δεν θα είναι πια δυνατόν να χρηματοδοτηθούν από τους όλο και λιγότερους εργαζόμενους αλλά και από τις τυφλές εξεγέρσεις των εργαζομένων κατά των κυβερνήσεων και των εργοδοτών, η ζωή θα αλλάξει ριζικά. Η μισθωτή εργασία θα γίνει οριστικά προνόμιο των ολίγων που οι εταιρείες θα τους συγκεντρώνουν και θα τους υποχρεώνουν να ζουν σε πολυτελή φρουρούμενα κτίρια».

Ο ρεπόρτερ μας συνέχισε την αναζήτηση στο αρχείο. Ξανά το 1998, περιοδικό «Μιλένιουμ», υπογραφή Σαράντος Γκάγκος, κλινικός κυτταρογενετιστής: «Ο μελλοντικός άνθρωπος πιθανόν να μπορεί να ζει με ικανοποιητική ποιότητα ζωής για περισσότερα από 150~200 χρόνια. Μπορεί να αγγίζει τα όρια της επιστημονικής φαντασίας, αλλά είναι πολύ πιθανόν ότι ορισμένοι άνθρωποι, που ζουν σήμερα ανάμεσά μας, ίσως καταφέρουν να παραμείνουν εν ζωή ακόμα και ύστερα από 400 χρόνια. Ο δρ. Ρόουζ, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ισχυρίζεται ότι ο μόνος περιορισμός σ' αυτή την διαρκή αύξηση του χρόνου ζωής θα είναι τα όρια της εκάστοτε τεχνολογίας. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου ήταν περίπου τα 25 χρόνια. Ο ερχομός του 20ου αιώνα ανέβασε τη μέση διάρκεια ζωής περίπου στα 50 χρόνια. Με τις αλματώδεις προόδους της ιατρικής αλλά και λόγω της γενικότερης ανόδου του βιοτικού επιπέδου, ο μέσος όρος ζωής (στο τέλος του 20ου αιώνα) υπολογίζεται στα 75 χρόνια. Οι επιστήμονες φαίνονται αισιόδοξοι ότι, με την επέμβαση της γενετικής μηχανικής, το μέγιστο της ηλικίας του ανθρώπου μπορεί να επιμηκυνθεί για δεκαετίες -ίσως και ...εκατονταετίες. Υπάρχουν όμως και οι σκεπτικιστές, οι οποίοι πιστεύουν πως σύντομα θα ζήσουμε έναν «εφιάλτη των δεινοσαύρων», σε μια υπέρμετρη πληθυσμιακή έκρηξη που θα γονατίσει την παγκόσμια οικονομία και θα επιβαρύνει καταστροφικά το περιβάλλον. Προβλέπουν ακόμη τρομερές κοινωνικές αναταραχές, οι οποίες θα μπορούσαν να ανατρέψουν εντελώς τις αξίες του πολιτισμού μας...»

Σκεφτόταν πως δεν είχαν πέσει και πολύ έξω. Τώρα, το AIDS και οι περισσότερες παθήσεις ήταν πια παρελθόν (εκτός από τους καρκίνους και τα καρδιαγγειακά νοσήματα βεβαίως, τις λεγόμενες αρρώστιες της υπέρ-ανάπτυξης) και τα κρατικά ταμεία είχαν πράγματι καταρρεύσει κάτω από το βάρος του νομικού κενού και της αδυναμίας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, βεβαίως, προσαρμόστηκαν αμέσως στα νέα δεδομένα της ανθρώπινης ζωής -όπως, άλλωστε, και όλες οι άλλες σχετικές επιχειρήσεις. Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια είχαν αναθεωρηθεί αστραπιαία, ανάλογα με το προσδόκιμο ζωής του ασφαλιζόμενου και το ψυχολογικό του προφίλ: ένας από τους κύριους λόγους θνησιμότητας ήταν πια οι αυτοκτονίες από ...βαρεμάρα...

Ο ρεπόρτερ μας ξανακοίταξε προς το καταπράσινο «Μουσείο Κλασικής Ελληνικής Γλυπτικής Νο 35» (που κάποτε λεγόταν «Νεκροταφείο») και σκέφτηκε πως για να πάρει σύνταξη ο ίδιος από την εφημερίδα θα έπρεπε να δουλεύει επί ...120 συναπτά έτη. Μετά θα μπορούσε να απολαύσει την συνταξιοδότησή του για καμιά εξηνταριά χρονάκια (αφού είχε κάνει και ο ίδιος την θεραπεία της τελομεράσης). Αν είχε επιλέξει να ζήσει περισσότερο (με άλλες πιο ακριβές θεραπείες), θα έπρεπε να βρει και άλλη δουλειά -και έπειτα άλλη δουλειά, και πάει λέγοντας.

Ο ρεπόρτερ μας τότε θυμήθηκε ότι κάπου διάβασε για κάποιον Γιάννη Σπράο, έναν σύμβουλο της τότε κυβέρνησης ο οποίος παραπονιόταν ότι οι Έλληνες ...ζούσαν πολύ ενώ έπαιρναν σύνταξη ...νωρίς. Ε! λοιπόν, διάβασε, ότι είχε πάθει νευρικό κλονισμό μόλις έγινε βεβαιότητα η παρατεταμένη νεότητα. Ίσως να μην τον πάθαινε αν ήξερε ότι, τελικά, οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να δουλεύουν για 120 χρόνια, αντί των ...35 που εργάζονταν τότε.

Το αρχείο συνέχισε να βρίσκει ειδήσεις του 1998: « Στα εξ Αμερικής νέα, για κάποιον Ρίτσαρντ Σιντ (πρόκειται για το επιστήμονα που δήλωνε έτοιμος να κατασκευάσει κλώνους), επισημαίνεται η ανόητη έπαρση του, που εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους». Ο τότε εκπρόσωπος Τύπου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών κος Ι.Μ. Χατζηφώτης επισήμαινε με έμφαση: «Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικό και αναντικατάστατο πρόσωπο, και δεν μπορεί να αναπαραχθεί με «καρμπόν». Η πρόοδος της επιστήμης, όταν αποβλέπει στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, τότε και μόνο τότε, έχει δικαίωση και όχι όταν χρησιμοποιείται για τη φήμη ή το χρηματικό όφελος». Τόνιζε, επίσης ότι: « ...ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάψει να είναι άνθρωπος. Πρέπει να ζει, να εξελίσσεται και να ενεργεί στα όρια που διασφαλίζουν την ανθρωπιά του. Διαφορετικά αποβαίνει εφιάλτης και όχι ελπίδα για την ανθρωπότητα».

Ησύχασε όταν διαπίστωσε ότι αυτό ήταν η απαισιόδοξη ματιά. Υπήρχε και η αισιόδοξη. Στις, κατά κύματα εμφανιζόμενες, ειδήσεις στον υπολογιστή του εντύπωση του προκάλεσε ένα μελλοντολογικό «Ρεπορτάζ από τον πλανήτη Γη» όπου μεταξύ των άλλων, ο συγγραφέας Νίκος Δήμου, έγραφε για τους επόμενους αιώνες « ...έτσι τότε, ο μέσος όρος εργασίας με πλήρη αμοιβή θα είναι οι 24 ώρες την εβδομάδα σε βάρδιες των τριών ή έξι ημερών. Φυσικά, η δουλειά θα γίνεται από το σπίτι. Ακόμα και οι εργοδηγοί θα ελέγχουν την παραγωγή από μακριά και μόνο το προσωπικό συντήρησης θα είναι επιτόπου. Το κέντρο πληροφόρησης σε κάθε σπίτι θα φέρνει ότι του ζητήσει κανείς -ειδήσεις, ταινίες, συναυλίες, εγκυκλοπαίδειες, μαθήματα, βιντεοπαιχνίδια.. Που είναι εκείνοι οι πρωτόγονοι (τωρινοί μας) καιροί με τα λεγόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης! Μαζικό κοινό δεν θα υπάρχει πλέον, ο καθένας θα βλέπει ότι του αρέσει: ένα δισεκατομμύριο άτομα, ένα δισεκατομμύριο διαφορετικές επιλογές. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα έχει δώσει τη θέση της στην «ηλεκτρονική». Ήδη (από τώρα) οι Σκανδιναβοί και οι Ελβετοί ψηφίζουν από τα σπίτια τους. Η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία θα είναι τρία από τα 60 ομόσπονδα κρατίδια των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης -θα έχουν ξαναγραφτεί τα Βιβλία Ιστορίας».

Ο ρεπόρτερ μας συνεχίζει ακάθεκτος το ψάξιμο. Κάπου τον είχε συνεπάρει αυτή η ενασχόληση με το μακρινό παρελθόν. Άρχισε να ψάχνει στις σελίδες «Νοσταλγίας» του Δικτύου (Χωροχρόνου πλέον). Ο ιστότοπος λεγόταν «Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι». Ήταν αφιερωμένος σε αντικείμενα που τιμούσαν την παλαιότερη θνησιγενή εποχή. Ανάμεσά τους διέκρινε μια σειρά γραμματοσήμων αφιερωμένη στα «Επαγγέλματα που χάθηκαν». Ξεχώριζε αυτή που ήταν αφιερωμένη στον δόκτορα Κερβόκιαν -τον επονομαζόμενο και «δόκτορα Θάνατο»- που διώχθηκε κάποτε, λέει, για τις αμφιλεγόμενες μεθόδους ευθανασίας. Εκεί είδε και αναρτημένο και ένα βίντεο με μια τελετή ...νεκρώσιμης ακολουθίας. Οι νεκροθάφτες. Θεωρούνταν, λέει, το πιο σίγουρο επάγγελμα του κόσμου. Μάλιστα, λίγο πιο κάτω από το βίντεο υπήρχαν και οι απόψεις των ανθρώπων που εμπλέκονταν με αυτού του είδους τις τελετές. Η ερώτηση που τους γινόταν ήταν για το τι θα έκαναν αν κυκλοφορούσε μαζικά το φάρμακο της αθανασίας. «Κατά μέσο όρο, στην Αθήνα, έχουμε 70 θανάτους την ημέρα και λειτουργούν 550 γραφεία τελετών. Σε μια τέτοια περίπτωση ποιος θα πρωτοδουλέψει;» απαντούσε ο ιδιοκτήτης ενός τέτοιου γραφείου, και συνέχιζε « ...αναγκαστικά λοιπόν θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το επάγγελμα» και μαζί με αυτούς, -εκεί είναι που ο ρεπόρτερ μας απόρησε τελείως- ...άλλα 15 άτομα που έβγαζαν μεροκάματο από ...έναν πεθαμένο. Νοσοκόμες, νεκροθαλαμάρχες, οδηγός νεκροφόρας, φρακοφόροι (τα λεγόμενα «κοράκια»), ανθοπώλες, μακιγιέρ, κομμωτές, ξυλουργοί, η Εκκλησία, η χορωδία ... Ο πρόεδρος, όμως της Ομοσπονδίας τους(;) δεν φαινόταν να έχει και ιδιαίτερο πρόβλημα. Μάλιστα απάντησε πως ευχής έργον θα ήταν η ανακάλυψη του φαρμάκου της αθανασίας και ας αναγκαστούν να αλλάξουν επάγγελμα όλα τα μέλη της. Αντέτεινε, μάλιστα το γεγονός του τι έκαναν οι εκτελωνιστές όταν ιδρύθηκε η -πάλαι ποτέ- Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπήρχε μάλιστα παρακάτω μια προφητική για την εποχή φωτογραφία ενός τοίχου όπου φαινόταν γραμμένο το «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη ...»

Συνεχίζοντας στην ενότητα «Βιβλία και Λογοτεχνία», ο ρεπόρτερ μας είδε την επανέκδοση του μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου Δουμά (του Πατρός) «Οι τρεις Σωματοφύλακες - μετά 120 έτη». Οι πρωταγωνιστές είχαν υποστεί ένα περιποιημένο lifting και εμφανίζονταν χωρίς ίχνος ρυτίδων ή περιττών κιλών. Ενδιαφέρουσα εξίσου ήταν και η επανέκδοση των περιπετειών ενός μοναχικού κάου μπόι, του Λούκι Λουκ, όπου είχαν αφαιρεθεί, ως αναχρονιστικά στοιχεία, τα καρεδάκια με τους νεκροθάφτες.

Ο ιστότοπος συμπληρωνόταν από κινηματογραφικές εμφανίσεις του Θανάτου με αποκορύφωμα την «Έβδομη σφραγίδα», μια ταινία ενός Σουηδού σκηνοθέτη ονόματι Ίγκμαρ Μπέργκμαν και από το «Λεξικό άκυρων λέξεων» όπου περιέχονταν λήμματα πλέον σε αχρηστία, όπως ψόφος, χούφταλο, ραμολιμέντο ...

Ο ρεπόρτερ μας σταμάτησε να σκαλίζει το αρχείο της εφημερίδας. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά προς το καταπράσινο «Μουσείο Κλασικής Ελληνικής Γλυπτικής Νο 35» (που κάποτε λεγόταν «Νεκροταφείο») κοίταξε το ρολόι του. Είχε ραντεβού με την πρώην συμβία του και τον δικηγόρο της. Γαμώτο, σκέφτηκε. Αν η ακύρωση του «Συμβολαίου συμβίωσης» έβγαινε σε βάρος του, παρόλο που δεν είχαν αποκτήσει τέκνα, θα έπρεπε να τις πληρώνει διατροφή για τα επόμενα ...διακόσια χρόνια...

Ανάθεμά σε τελομεράση!