Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Η «κατάρα των Βαλκανίων»

Τα παρακάτω άρθρα δημοσιεύτηκαν σε 2 συνέχειες στο "Βήμα", την περίοδο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι και αποτελούν μια επισκόπηση της Σύγχρονης Βαλκανικής Ιστορίας που παραμένει πληγή χαίνουσα...
Κάπως έτσι φθάσαμε -στο veto- του Βουκουρεστίου και έχει ο Θεός...

Δείτε, επίσης, δύο παλαιότερα κομμάτια, πάνω στο ίδιο θέμα με τίτλο
Βαλκάνια: 4000 Χρόνια Ιστορίας και Περί της καταγωγής Αρβανιτών και Βλάχων

Από το Ανατολικό ζήτημα στο Μακεδονικό - Οι εθνικισμοί και ο ανταγωνισμός των νεογέννητων κρατών

Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι μπορεί να έκλεισε αγωνιωδώς υπέρ των ελληνικών συμφερόντων, αλλά ανέσυρε και πάλι από το μακρινό παρελθόν την «κατάρα των Βαλκανίων», εκείνον τον αιματηρό ανταγωνισμό που μετέφερε στη χερσόνησο του Αίμου το περιβόητο Ανατολικό ζήτημα. Τον 19ο αιώνα, στους χρόνους παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα επί αιώνες καταπιεσμένα έθνη της Βαλκανικής εξεγέρθηκαν και διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους. Κοντά στο 1860 είχαν δημιουργηθεί στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη τα πρώτα εθνικά κράτη. Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ρουμανία συγκροτήθηκαν πρώτα. Η Βουλγαρία διατηρούσε ένα ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας και προστασίας από τη Ρωσία και μόνο η Αλβανία παρέμεινε εντός των τειχών της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ηταν όμως άπαντα μικρά και αλύτρωτα, περιορισμένα σε μικρές γεωγραφικές ζώνες και απολύτως διεκδικητικά, κυριαρχούμενα από κάποιας μορφής μεγαλοϊδεατισμό.

Οι εθνικές διεκδικήσεις

Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία παρέμενε προς διεκδίκηση από τα νεότευκτα εθνικά κράτη μια ευρύτατη γεωγραφική ζώνη εδαφών, η οποία εκτεινόταν από την Κωνσταντινούπολη ως την Αδριατική και από τη Θεσσαλία ως σχεδόν τις παρυφές του Δούναβη. Στην οθωμανική ακόμη ζώνη ζούσαν πληθυσμοί ελληνικοί κυρίως στον Νότο, Βούλγαροι στα βορειοανατολικά, Σλάβοι στα βορειοδυτικά και Αλβανοί δυτικά, αλλά και μαζί υπήρχαν μεγάλες περιοχές με μεικτούς πληθυσμούς, καθώς οι Βαλκάνιοι είχαν ζήσει επί αιώνες χωρίς κρατικά σύνορα και είχαν αναπτύξει σημαντικές οικονομικές σχέσεις μεταξύ τους.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανάμεικτους πληθυσμούς ήσαν εθνικά αδιαμόρφωτοι, δίγλωσσοι στην πλειονότητά τους και από θρησκευτική άποψη όσοι ήσαν χριστιανοί υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Το σώμα αυτών των μεικτών πληθυσμών, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, σλαβόφωνοι και αλβανόφωνοι, αποτέλεσε και τη βάση της διεκδίκησης των νέων εθνικών κρατών, τα οποία είχαν βλέψεις και άπαντα ένιωθαν εθνική υποχρέωση να ελευθερώσουν τους αλύτρωτους αδελφούς. Σε εκείνες τις συνθήκες η διεκδίκηση δεν είχε όρια, σχεδόν αναπόφευκτα προσέκρουσε σε αντίστοιχες των γειτόνων και αναγκαστικά κατέτεινε σε συγκρούσεις.

Η αφύπνιση των Βουλγάρων

Ελαβε όμως διαστάσεις ανοιχτής σύγκρουσης, όταν το 1870 οι καθυστερημένα εθνικώς αφυπνισθέντες Βούλγαροι - επηρεασμένοι και από τον πυρετό πανσλαβισμού που τότε είχε καταλάβει τη Ρωσία - κυριαρχήθηκαν από την ιδέα της μεγάλης Βουλγαρίας και έκριναν ότι μπορούσαν να την υπηρετήσουν καλύτερα μέσω της Εκκλησίας. Τότε λοιπόν διεκδίκησαν αυτονομία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπολογίζοντας ότι η εξασφάλιση χωριστής εκκλησιαστικής και πνευματικής υπόστασης θα υπηρετούσε καλύτερα τον μεγαλοϊδεατισμό τους.

Συγκεκριμένα διεκδίκησαν το δικαίωμα διορισμού επισκόπων σε σλαβόφωνες περιοχές, με σκοπό τον έλεγχο του κλήρου και κατ' επέκταση της Παιδείας, καθώς σε εκείνα τα χρόνια οι έννοιες του παπά και του δασκάλου συγχέονταν και η εκπαίδευση αποτελούσε μέσο καλλιέργειας εθνικής συνείδησης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνήθηκε την αυτονομία της Βουλγαρικής Εκκλησίας και τότε εκείνοι κατέφυγαν στον Σουλτάνο υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία.

Τον Φεβρουάριο του 1870 ο Σουλτάνος με ειδικό φιρμάνι απέδωσε αυτονομία και οι Βούλγαροι απέκτησαν ξεχωριστή αυτοκέφαλη εκκλησιαστική αρχή, που έφερε το όνομα Εξαρχία και είχε τη δυνατότητα να ιδρύει μητροπόλεις κατόπιν αιτήματος των δύο τρίτων του πληθυσμού κάθε περιοχής. Αμέσως μετά ετέθη σε εφαρμογή ένα σχέδιο κατάκτησης περιοχών με μεικτούς πληθυσμούς, με τη δημιουργία πυρήνων και κοινοτήτων, οι οποίες έχτιζαν σχολεία, επέβαλλαν τη βουλγαρική γλώσσα και δημιουργούσαν συνθήκες αποδοχής της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη, που ακόμη παρέμενε υπό οθωμανικό ζυγό.

Το γεγονός, όπως ήταν φυσικό, ενίσχυσε τους εθνικούς ανταγωνισμούς μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας και της Θράκης. Ουσιαστικά τότε ανεδύθη το Μακεδονικό ζήτημα.

Σε εκείνη τη συγκυρία η ελληνική πλευρά προέβαλε αρχικώς ως αντιστάθμισμα στις βουλγαρικές διεκδικήσεις την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας, μιας σημαντικής ζώνης από τη Φιλιππούπολη ως τον Πύργο (σημερινό Μπουργκάς) με ισχυρό ελληνικό στοιχείο. Η τότε ελληνική διπλωματία δεν έτρεφε αυταπάτες. Θεωρούσε χαμένη υπόθεση τους 60.000 Ελληνες της απομονωμένης Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά τους έβαλε στο παιχνίδι, προκειμένου να ανακόψει τη φόρα των Βουλγάρων και έτσι να στηρίξει ευχερέστερα την ελληνική διεκδίκηση στην ιστορική Μακεδονία, την οποία προσδιόριζε κάτω από τη γραμμή Αχρίδας, Μοναστηρίου, Στρωμνίτσας και Μελενίκου.

Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

Η βουλγαρική εξέγερση του 1876 επιδείνωσε την κατάσταση και αργότερα, το 1878, μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης και τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που ενσωμάτωνε πολλές ελληνικές επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης και προσέφερε στο υπό ίδρυση βουλγαρικό κράτος - καθ' υπόδειξη των Ρώσων - διέξοδο στο Αιγαίο, ξεσήκωσε αγανάκτηση στον βόρειο Ελληνισμό και βεβαίως τις αντιδράσεις άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, οι οποίες δεν έβλεπαν με καλό μάτι την κάθοδο της τσαρικής Ρωσίας στη Μεσόγειο.

Στο συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου Γερμανοί και Αγγλοι ανέτρεψαν τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και έτσι η προοπτική δημιουργίας ενός νέου βουλγαρικού κράτους που θα εκκινούσε από τον Δούναβη και θα κατέληγε στο Αιγαίο χάθηκε, αλλά η ανάμνηση έμεινε βαθιά ριζωμένη στη συνείδηση των Βουλγάρων ως ανεκπλήρωτο εθνικό όνειρο.

Η γέννηση της VMRO

Εν τω μεταξύ το 1873 είχε ιδρυθεί από Βουλγαρομακεδόνες συνδεδεμένους με τον βουλγαρικό στρατό η VMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), η οποία σκοπό είχε να κινητοποιήσει σλαβόφωνους πληθυσμούς, να τους ενσωματώσει στη βάση της αυτονομίας και αργότερα να τους εντάξει σε ένα ομοσπονδιακό μεγάλο βουλγαρικό κράτος. Η συγκρότηση της VMRO αποτελεί κομβικό σημείο στη διαμόρφωση του Μακεδονικού ζητήματος και δεν είναι τυχαίο ότι το κυβερνών κόμμα σήμερα στα Σκόπια διατηρεί τον αυτό τίτλο. Από τη μία η Εξαρχία και από την άλλη το Κομιτάτο θα πιέζουν, θα παρακινούν και θα τρομοκρατούν τους μεικτούς πληθυσμούς σε όλη τη ζώνη της Μακεδονίας.

Οι Βούλγαροι θέλοντας μάλιστα να καθαρίσουν τη δική τους ζώνη κατέλυσαν το 1885 με τη βία τη διαθέτουσα σχετική αυτονομία ελληνική ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας, επιβάλλοντας σχέδιο εκβουλγαρισμού όλης της περιοχής.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1890, εκμεταλλευόμενοι τη δυσαρέσκεια του Αβδούλ Χαμίτ για τον ξεσηκωμό της Κρήτης πέτυχαν τον διορισμό εξαρχικών επισκόπων στις μητροπόλεις της Αχρίδας και των Σκοπίων και τέσσερα χρόνια μετά στο Νευροκόπι και στα Βελεσά. Είναι η εποχή κατά την οποία η Ελλάδα δεν περνά την καλύτερη περίοδό της. Το 1893 θα δηλωθεί το ατιμωτικό «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», για να ακολουθήσει ο ατυχής πόλεμος του 1897 και να βυθίσει προσωρινά τη χώρα σε κατάσταση παρακμής. Ευτυχώς για τα ελληνικά συμφέροντα την αντίστοιχη περίοδο θα επικρατήσουν εσωτερικοί ανταγωνισμοί στη Βουλγαρία και οι Ρώσοι θα απορροφηθούν με τις διεκδικήσεις των Ιαπώνων στη Σιβηρία και έτσι θα ανασταλεί κάπως η δραστηριότητά τους.

Η εξέγερση του Ιλίντεν

Η ίδρυση του «Μακεδονικού Κομιτάτου»

Οι ανυπόμονοι της VMRO, που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη, μη αντέχοντας την τουρκική κατοχή και την υποτελή στην Υψηλή Πύλη βουλγαρική ηγεσία, θα αυτονομηθούν. Επηρεασμένοι μάλιστα από την επιτευχθείσα το 1897 αυτονομία της Κρήτης θα αρχίσουν να διεκδικούν ανάλογη λύση για τη Μακεδονία. Το 1902 η VMRO άλλαξε το καταστατικό της, απέβαλε τον βουλγαρικό χαρακτήρα της και κάλεσε σε συστράτευση τους πάντες, ανεξαρτήτως εθνότητας, σε αγώνα επαναστατικό με σκοπό την αυτονομία της Μακεδονίας. Είχαν προηγηθεί το 1901 συλλήψεις ηγετικών στελεχών της από τους Οθωμανούς και τον πρώτο λόγο πια είχαν βερχοβιστές αξιωματικοί, που υποστήριζαν τη διεθνοποίηση του Μακεδονικού διά της μεθόδου των κατά τόπους ένοπλων εξεγέρσεων. Ετσι στις 20 Ιουλίου του 1903 επιχείρησαν ένοπλη εξέγερση, την επονομαζόμενη του Ιλιντεν, η οποία απέτυχε μεν, αλλά εμπέδωσε σε αρκετούς αυτό που σήμερα αντιμετωπίζουμε ως εθνική μακεδονική συνείδηση, την οποία ουδέποτε αναγνώρισαν, ούτε και τώρα οι Βούλγαροι. Για τους Σκοπιανούς η εξέγερση του Ιλιντεν ισοδυναμεί με εθνεγερσία και κατά τα φαινόμενα ήταν αυτή που αφύπνισε εκ νέου τον Ελληνισμό.

Υπό την πίεση εκείνων των γεγονότων κινητοποιήθηκαν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις. Οι έλληνες πρόξενοι στη Μακεδονία, ο Ιων Δραγούμης από το Μοναστήρι, ο Λάμπρος Κορομηλάς από τη Θεσσαλονίκη, ο επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης και άλλοι μετέφεραν ανησυχητικά μηνύματα στην Αθήνα για την κατάσταση που έτεινε να διαμορφωθεί στη Μακεδονία. Ετσι στα τέλη του 1903 ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο» και στο πλαίσιο αυτού μυστικά συγκροτήθηκαν από εθελοντές νεαρούς αξιωματικούς - αρκετούς Κρητικούς - ένοπλα τμήματα, τα οποία συγκρούονταν στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία με αντίστοιχα βουλγαρομακεδονικά. Ο ελληνικός μακεδονικός αγώνας κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Κόστισε τη ζωή 2.000 ενόπλων και άλλων περίπου 1.300 ελλήνων δασκάλων και ιερωμένων στην περιοχή, αλλά έπληξε καίρια τα βουλγαρικά σχέδια και εκείνα των αυτονομημένων της VMRO.

Του Αντώνη Καρακούση, από Το Βήμα της Κυριακής, 6 Απριλίου 2008.

Από τον Μακεδονικό Αγώνα στον Τίτο

Ο ανταγωνισμός των νεοσύστατων εθνικών κρατών για τον έλεγχο νέων εδαφών

O Μακεδονικός Αγώνας, όπως καταλήξαμε την περασμένη Κυριακή στο πρώτο σημείωμά μας για το επίμαχο ιστορικό ζήτημα, υπήρξε σκληρός και αδυσώπητος. Η διαπάλη των ένοπλων τμημάτων παρέσυρε αμάχους, τα αντίποινα ήταν συνεχή, κάηκαν χωριά, επίσκοποι, κληρικοί και δάσκαλοι, οι βασικοί παράγοντες διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης έγιναν στόχος και δέχθηκαν δολοφονικές επιθέσεις.

Ηταν και η διάκριση ιερωμένων και πληθυσμών μεταξύ «πατριαρχικών» και «εξαρχικών» που τροφοδότησε επίσης εντάσεις και διεκδικήσεις. Αλλά και αυτή απέπνεε σύγχυση, καθώς δεν ταυτιζόταν απαραιτήτως το ιερατικό σχήμα με την εθνική συνείδηση. Σε εκείνο όμως το περιβάλλον της διεκδίκησης ακόμη και η σχηματική τοποθέτηση απετέλεσε εργαλείο επιρροής, ή και επιβολής ακόμη. Πολλά πατριαρχικά χωριά αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στη σχισματική Εξαρχία και σταδιακά στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε ταύτιση των «πατριαρχικών» με τους Ελληνες και των «εξαρχικών» με τους Βούλγαρους και έτσι με τον καιρό η αποδοχή του Πατριαρχείου σήμαινε και προτίμηση ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Στη βάση αυτής της διάκρισης-αντίθεσης, πλήθος δίγλωσσων εκείνης της περιόδου δέχθηκε την πίεση των βουλγαρικών ένοπλων ομάδων, οι οποίες απαιτούσαν υποταγή στη Βουλγαρική Εκκλησία. Ισως ακριβώς αυτή η βίαιη στάση των βουλγαρικών ένοπλων τμημάτων στο συγκεκριμένο ζήτημα να καθόρισε και την έκβαση της διεκδίκησης. Οι επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων στην περιοχή, όπως ειδικοί μελετητές υποστηρίζουν, στηρίχθηκε ακριβώς στην υποστήριξη του ντόπιου ελληνικού στοιχείου, των πατριαρχικών σλαβόφωνων και των Γραικομάνων Βλάχων και βεβαίως στην αντιπαράθεση εντός του VΜRΟ, το οποίο συγκλονιζόταν από τη διαμάχη μεταξύ των βερχοφιστών που ήθελαν την προσάρτηση της Μακεδονίας από τη Βουλγαρία και των σεντραλιστών, που επέμειναν στην αυτονομία της Μακεδονίας.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ελληνικά ένοπλα τμήματα δεν προχώρησαν σε βιαιοπραγίες και ακρότητες. Συνήθως προσπερνώνται, αλλά ο ματωμένος γάμος του Σκλήθρου, η σφαγή της Ζαγοριστάνης και το κάψιμο της Αβδέλας είναι πραγματικά γεγονότα και δεν μπορούν να αποσιωπηθούν. Οπως και να έχει πάντως, από τα τέλη του 1905 φαινόταν η επικράτηση των ελληνικών ένοπλων τμημάτων στην περιοχή. Γεγονός που οδήγησε τη Βουλγαρία το 1906 σε αντίποινα και διωγμούς εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ισως μάλιστα εκείνη η μετάπτωση στην απόλυτη βία να ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις ελληνικές δυνάμεις και να επέτρεψε τη συνειδητοποίηση της σημασίας του Μακεδονικού Αγώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια αργότερα η παλαιά πολιτική τάξη σαρώθηκε στη χώρα μας. Το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909 στου Γουδή και η κυριαρχία του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πολιτική σκηνή της χώρας, μπορεί να μη συνδέονται ευθέως με τον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά σίγουρα επηρεάστηκαν από τις εσωτερικές διεργασίες που προκάλεσε στον μικρό ακόμη τότε ελλαδικό χώρο. Εναν χρόνο νωρίτερα το κίνημα των Νεοτούρκων το 1908 και οι βίαιες προσπάθειες εκτουρκισμού των κατεχομένων περιοχών είχαν ασκήσει τη δική τους επίδραση. Υπό το βάρος της τουρκικής πια δραστηριότητας και επειδή πολλά είχαν κριθεί στον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό στη Μακεδονία, άλλες επιλογές ήλθαν να ξεπεράσουν τον Μακεδονικό Αγώνα. Τώρα πια η ψυχορραγούσα αυτοκρατορία απειλούσε και πάλι όλες τις υποδουλωμένες εθνότητες της Βαλκανικής και ετέθη ζήτημα συνεργασίας για την οριστική αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Κάπως έτσι ξεπεράστηκε και ο Μακεδονικός Αγώνας. Εληξε το 1908 και έκτοτε Ελληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι μπήκαν σε διαδικασία κοινής δράσης, έχοντας όμως πάντα στον νου τους τα εδάφη και τους πληθυσμούς που θα μπορούσαν να κερδίσουν οι συντονισμένες εναντίον του κοινού εχθρού προελαύνουσες εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Ουσιαστικά επρόκειτο περί μετάπτωσης προς έναν βαλκανοτουρκικό πόλεμο, χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία για τον τρόπο διανομής των εδαφών. Σε εκείνη τη φάση καταγράφεται και η μεταστροφή των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες εγκατέλειψαν το δόγμα της εδαφικής ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας και ουσιαστικά έδωσαν το τελικό σήμα κατάλυσής της. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος μεταξύ φθινοπώρου 1912 και καλοκαιριού 1913 οδήγησε σε έναν ανταγωνισμό προέλασης των πολλών εθνικών στρατευμάτων. Ο ελληνικός στρατός κέρδιζε συνεχώς πόλεις και την κρίσιμη στιγμή έπειτα από την επιμονή του Βενιζέλου έκανε την κρίσιμη στροφή και αντί του Μοναστηρίου επέλεξε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, προλαβαίνοντας στα όρια της πόλης τον βουλγαρικό. Σε εκείνη τη χρονική συγκυρία οι Βούλγαροι που κινούνταν από το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και διεκδικούσαν τα περισσότερα απογοητεύθηκαν και επιτέθηκαν κατά των συμμάχων τους. Στα τέλη Ιουνίου του 1913 ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που έφερε τον βουλγαρικό στρατό αντιμέτωπο με τον ελληνικό, τον ρουμάνικο και τον ηττημένο τουρκικό. Σε διάστημα ενός μηνός οι Βούλγαροι νικήθηκαν και οδηγήθηκαν σε συνθηκολόγηση στο Βουκουρέστι στα τέλη Αυγούστου του ιδίου χρόνου.

Θα επανέλθουν όμως γρήγορα, καθώς ο μεγαλοϊδεατισμός τούς είχε καταλάβει. Δεν θα διστάσουν το 1914, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, να συμμαχήσουν με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία, προκειμένου να κερδίσουν εδάφη της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και της Νότιας Σερβίας, όπου σήμερα βρίσκεται το κρατίδιο των Σκοπίων. Εισέβαλαν τότε ως κατακτητές στη ζώνη της Καβάλας και σε εδάφη σερβικά, αλλά με τη λήξη του πολέμου πάλι έχασαν, καθώς βρέθηκαν στο πλευρό των ηττημένων. Είναι η στιγμή που το ελληνικό κράτος θα επεκταθεί στα σημερινά όριά του πέρα από τον Νέστο και ως τον Εβρο.

Η ανταλλαγή πληθυσμών

Η ελληνική επέκταση δεν σήμανε βεβαίως και τη λύση του μακεδονικού ζητήματος. Στην ελληνική πια Μακεδονία, έπειτα από τις συνθήκες του Νεϊγύ και των Σεβρών του 1919 και 1920, ζουν σημαντικοί πληθυσμοί Τούρκων, σλαβόφωνων, Βουλγάρων και άλλων, οι οποίοι θα πιέζουν και θα διεκδικούν ακόμη και σε εκείνη τη συγκυρία. Η ακολουθήσασα Μικρασιατική Καταστροφή και τα πολλά κύματα προσφύγων θα οδηγήσουν σε υποχρεωτικές ανταλλαγές πληθυσμών και τελικώς θα είναι αυτές που θα δώσουν τη λύση. Περίπου 700.000 από τη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και την Ανατολική Ρωμυλία θα εγκατασταθούν στην ευρύτερη ζώνη της Μακεδονίας και θα ανατρέψουν την ως τότε πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής. Τότε ουσιαστικά επήλθε και η λύση του μακεδονικού ζητήματος. Το ελληνικό στοιχείο επεκράτησε οριστικά στη Βόρειο Ελλάδα και ο ελληνικός πληθυσμός μετά το 1922 έφθασε το 88%, από 43% που ήταν το 1920.

Το μακεδονικό ζήτημα όμως θα παραμείνει ζωντανό, καθώς Σέρβοι και Βούλγαροι θα διατηρήσουν τις διεκδικήσεις. Οι Σέρβοι επέμειναν ακόμη και το 1923 να αναγνωρισθεί ως σερβική η Θεσσαλονίκη, διεκδικούσαν κυριαρχικές παραχωρήσεις στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης- Γευγελή και απαιτούσαν να αναγνωρισθούν ως σερβικοί οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Δυτικής Μακεδονίας. Σε εκείνη τη συγκυρία τον Μάρτιο του 1924 συνέρχεται η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, η οποία αποδέχθηκε υπό την πίεση του βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη Γκιόργκι Δημητρόφ θέσεις υπέρ της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας». Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς θα συνέλθει το 5ο συνέδριο της Κομιντέρν (της Κομμουνιστικής Διεθνούς), η οποία και θα την επικυρώσει. Οι ηγέτες του ΚΚΕ Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος θα τη δεχθούν για να μη διασπασθεί το διεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα και έκτοτε συνεχείς θα είναι οι πιέσεις της Κομιντέρν, φέρνοντας σε εξαιρετικά δύσκολη θέση το ΚΚΕ. Εξ αυτού του λόγου ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος θα διαγραφεί, επειδή δήλωσε ότι «το Μακεδονικό λύθηκε μετά την εγκατάσταση των προσφύγων» .

Του Αντώνη Καρακούση, από Το Βήμα της Τρίτης, 8 Απριλίου 2008.

Οι κινητοποιήσεις του ΕΑΜ κατά της επιστράτευσης

Η σύνδεση του θέματος με την Αριστερά θα δημιουργεί διαρκώς εντάσεις και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν οι Βούλγαροι επαναφέρουν το ζήτημα, προσβλέποντας πιθανώς στις ανακατατάξεις που έφερνε η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, η αντίθεση θα αναγεννηθεί. Το 1936 τα μέτρα του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά θα δημιουργήσουν κλίμα έντασης στη βορειοδυτική ζώνη της Μακεδονίας και ειδικότερα στις περιοχές της Καστοριάς και της Φλώρινας. Η απαγόρευση χρήσης της σλαβικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους και οι διώξεις κατά προτίμηση αριστερών πολιτών της περιοχής θα αναθερμάνουν το θέμα. Τότε, σε εκείνη την περίοδο δίωξης σλαβόφωνων αριστερών θα εισαχθεί στη χώρα μας και η έννοια του «ξενοκίνητου κομμουνιστή πράκτορα», για να διαπρέψει στα μετεμφυλιακά χρόνια. Τότε αρκετοί σλαβόφωνοι θα μεταναστεύσουν και κατά μια εκδοχή το σκληρό «μακεδονικό» λόμπι της Αυστραλίας στηρίζεται σε πρόσωπα που έφυγαν τότε. Στα χρόνια της Κατοχής οι Βούλγαροι επανήλθαν μαζί με τους κατακτητές, διεκδικώντας και πάλι τη Μακεδονία. Η προσπάθειά τους βρήκε την έντονη και οργισμένη αντίθεση των Ελλήνων. Οι μαζικές διαδηλώσεις του ΕΑΜ τον Μάρτιο του 1943 στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις- μοναδικές σε όλη την κατακτημένη Ευρώπη- κλόνισαν τους Γερμανούς και έτσι απετράπη η έστω πρόσκαιρη βουλγαροποίηση της Μακεδονίας. Αλλά και οι διεκδικήσεις των παρτιζάνων του Τίτο, που από το 1943 ευνοούσαν την αυτονομία της Μακεδονίας, αποκρούστηκαν από τις ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην ευρύτερη περιοχή. Απετέλεσε το μακεδονικό σημείο τριβής των απελευθερωτικών δυνάμεων, κάτι που τον οδήγησε το 1945 στην ανακήρυξη της Ομοσπονδίας της Μακεδονίας, η οποία συγκροτεί σήμερα το κράτος των Σκοπίων. Αργότερα, στον ελληνικό εμφύλιο, το ζήτημα επανετέθη. Κρίσιμη θεωρείται η πέμπτη Ολομέλεια τον Ιανουάριο του 1949, όταν ο Νίκος Ζαχαριάδης έψαχνε εναγωνίως μαχητές για τον Γράμμο και το Βίτσι και υποσχέθηκε αυτονομία στους «Σλαβομακεδόνες», όπως αποκαλούσε τους δίγλωσσους της Δυτικής Μακεδονίας. Με την ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949 το θέμα έκλεισε για την Ελλάδα επί σχεδόν 40 χρόνια. Ξανάνοιξε το 1991, με την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του κράτους των Σκοπίων. Επί 17 χρόνια παραμένει πληγή χαίνουσα. Κάπως έτσι φθάσαμε στο Βουκουρέστι- και έχει ο Θεός...

Του Αντώνη Καρακούση, από Το Βήμα της Τρίτης, 8 Απριλίου 2008.