Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Οταν το Διαδίκτυο απειλεί το ανθρώπινο μυαλό

Η «δικτυοπλοΐα», δηλαδή η καθημερινή μας πλοήγηση στο Ιντερνετ, ενδέχεται να μας επιφυλάσσει, εκτός από ενοχλητικούς ιούς, πολύ πιο δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι προειδοποιήσεις προς τους ανυποψίαστους χρήστες του Παγκόσμιου Ιστού πληθαίνουν: η συνεχής και μακροχρόνια καταβύθιση στο ψηφιακό σύμπαν φαίνεται πως ισοπεδώνει την ανθρώπινη σκέψη, μετατρέποντάς μας σε άβουλους «αποκωδικοποιητές» και παθητικούς «συλλέκτες» ψηφιακών πληροφοριών.

«Νιώθω ότι το Ιντερνετ κατακερματίζει την ικανότητά μου να συγκεντρώνω την προσοχή μου και να παρατηρώ επισταμένα κάτι. Ο νους μου έχει πλέον εθιστεί στο να συγκεντρώνει πληροφορίες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τις κατανέμει το Διαδίκτυο: μια συνεχής ροή από σωματίδια τα οποία κινούνται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάποτε ένιωθα σαν βατραχάνθρωπος που βυθίζεται στη θάλασσα των ψηφιακών λέξεων. Τώρα, αναπηδώ ταχύτατα στην επιφάνεια σαν παιδί που κάνει θαλάσσιο σκούτερ».

Την άκρως ανησυχητική υποψία ότι η καθημερινή χρήση του Διαδικτύου μπορεί να επηρεάζει σημαντικές ανθρώπινες διανοητικές λειτουργίες και ικανότητες τη διατύπωσε πρόσφατα σε ένα άρθρο του ο επικοινωνιολόγος Νίκολας Καρ, πρώην διευθυντής του περιοδικού «Harvard Business Review» και συγγραφέας επιτυχημένων βιβλίων, όπως το «Our New Digital Destiny», το «Rewiring the World from Edison to Google» και το πιο πρόσφατο «The Big Switch».

Το άρθρο, με τον προκλητικό τίτλο «Is Google making us stupid?» («Το Google μάς κάνει ηλίθιους;»), δημοσιεύτηκε στο προτελευταίο τεύχος του «Atlantic Monthly», ενός μηνιαίου προοδευτικού περιοδικού ιδιαίτερα δημοφιλούς στην αμερικανική διανόηση. Οσο για το περιεχόμενο του άρθρου, αφού παρουσιάστηκε και σχολιάστηκε εκτενώς από τον αμερικανικό Τύπο, έκανε τον γύρο του κόσμου προκαλώντας τις πιο αντιφατικές αντιδράσεις.

Το δικτυοπλοϊκό σύνδρομο

Ολοι ασφαλώς θυμόμαστε την αλλόκοτη παρουσία του HAL, του συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης στο συγκλονιστικό φιλμ του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «2001 Οδύσσεια του Διαστήματος». Στο τέλος της ταινίας, όταν ο αστροναύτης Ντέιβ Μπόουμαν αποφασίζει να θέσει οριστικά εκτός λειτουργίας τον HAL, ο υπολογιστής τον εκλιπαρεί: «Ντέιβ, σταμάτα!... «Μπορείς να σταματήσεις»... «Ο νους μου με εγκαταλείπει», ακούγεται να ψιθυρίζει ο HAL.

Στο άρθρο του ο Καρ εξομολογείται ότι, έπειτα από κάθε πολύωρη καταβύθισή του στην εικονική πραγματικότητα του Διαδικτύου, ένιωθε κάτι ανάλογο με τον HAL! Εχοντας μπρος στα μάτια του μια τέτοια συσσώρευση γνώσης, μεταπηδώντας με το «ποντίκι» από τον ένα τομέα γνώσης στον άλλο και από τη μια ιστορική εποχή στην άλλη, ένιωθε στο τέλος τη νοημοσύνη του να αργοσβήνει, καταβεβλημένη από τους απάνθρωπους ρυθμούς πληροφόρησης και τις δύσπεπτες διασυνδέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά πρότυπα γνώσης που έχουν αποθησαυριστεί στο Διαδίκτυο.

Και, επιπλέον, ανακάλυψε έκπληκτος ότι δεν ήταν ο μόνος που είχε βιώσει αυτή την τραυματική εμπειρία. Εκατοντάδες χρήστες του Ιντερνετ -μεταξύ των οποίων πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι, μουσικοί, γιατροί- του εξομολογήθηκαν στα γράμματά τους ότι δεν ήταν πια σε θέση να συγκεντρωθούν στην ανάγνωση ενός βιβλίου, ενώ μετά βίας κατάφερναν να διαβάζουν «διαγωνίως» και επί τροχάδην ένα πολυσέλιδο άρθρο, ή ακόμη ότι έφταναν μόνο μέχρι την τρίτη παράγραφο ενός blog, αδιάφορο αν αυτό ήταν καλογραμμένο!

Ενα, όμως, πολύ πιο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η μεγάλη δυσκολία που εμφανίζουν οι συστηματικοί επισκέπτες του Διαδικτύου στο να αφομοιώνουν πολύπλοκες έννοιες και σύνθετες θεωρίες, όταν αυτές δεν έχουν τη μορφή μικρών «πακέτων» από πληροφορίες. Ωστόσο, ακόμη και έτσι, για να καταφέρουν τελικά να τις κατανοήσουν θα πρέπει να τους παρουσιάζονται με τρόπο γραμμικό, δηλαδή παρόμοιο με τον τρόπο που έχουν κωδικοποιηθεί οι πληροφορίες στο Ιντερνετ.

«Είναι αλήθεια ότι επειδή είμαστε συνεχώς βυθισμένοι στον πολυεπιτελεστικό (multitasking) νοητικό χώρο του Δικτύου, μόλις αποφασίσουμε να διαβάσουμε ένα πολυσέλιδο έγγραφο ή ένα βιβλίο, νιώθουμε αμηχανία μετά τις πρώτες παραγράφους. Γυρίζουμε σελίδα και περιμένουμε να βρούμε ένα link», παρατηρεί με τρόπο σκωπτικό ο γνωστός Βρετανός διανοούμενος Αντριου Σάλιβαν. Ενώ ο Λέοναρντ Πιτς, που έχει κερδίσει το βραβείο Pulitzer, δήλωσε: «Μόλις διάβασα το άρθρο του Καρ στο "Atlantic", ανακάλυψα ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει αρχίσει να χάνει τη συνήθεια της ανάγνωσης. Τώρα πια καταφέρνω να αφομοιώνω τη γραφή μόνο σε μικρά "πακέτα". Οταν βρίσκομαι αντιμέτωπος με ένα πολυσέλιδο κείμενο νιώθω αυτομάτως την ακατανίκητη επιθυμία να διαβάσω την ηλεκτρονική μου αλληλογραφία».

Ασφαλώς, ο Καρ δεν φιλοδοξεί να ηγηθεί μιας νέας, εκ των προτέρων χαμένης, σταυροφορίας εναντίον των νέων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας. Αντίθετα, επιχειρεί να αποκαλύψει τα πρωτόγνωρα συμπτώματα του «δικτυοπλοϊκού συνδρόμου». Και συγκεκριμένα, με ποιο τρόπο η χρόνια καταβύθιση στο ψηφιακό σύμπαν του Ιντερνετ μπορεί να επηρεάζει ή και, ενδεχομένως, να μεταβάλλει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα.

Δικτυακή αλλοτρίωση

Μολονότι ο ίδιος ο Καρ υπογραμμίζει στο άρθρο του ότι δεν διαθέτουμε ακόμη επαρκείς επιστημονικές αποδείξεις που να επιβεβαιώνουν με τρόπο αδιαμφισβήτητο τις διαισθήσεις του, προσπαθεί ωστόσο να τις «τεκμηριώσει», επικαλούμενος όσες σχετικές έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Πράγματι, τα αποτελέσματα μιας σειράς ερευνών φαίνεται να αποτελούν σοβαρές ενδείξεις που ενισχύουν τις υποψίες του Καρ.

Η πρώτη πολυετής έρευνα πραγματοποιήθηκε στο University College του Λονδίνου. Επί πολλά χρόνια αυτοί οι ερευνητές μελέτησαν συστηματικά τους ακροατές on line, οι οποίοι παρακολουθούσαν μέσω Διαδικτύου μαθήματα της British Library, καθώς και άλλων βρετανικών εκπαιδευτικών θεσμών. Διαπίστωσαν λοιπόν ότι οι χρήστες του Ιντερνετ δεν διαβάζουν τα κείμενα στην οθόνη με τον παραδοσιακό τρόπο. Αντίθετα, υιοθετούν σταδιακά έναν νέο τρόπο ανάγνωσης: διατρέχουν «διαγωνίως» τα κείμενα αναζητώντας να βρουν κάποιες λέξεις - κλειδιά. Οπως σημειώνουν οι ερευνητές, «είναι λες και διαβάζουν τα κείμενα "διαγωνίως" για να αποφύγουν να τα διαβάσουν».

Μια άλλη μεγάλη έρευνα πραγματοποιήθηκε πριν από δύο χρόνια από το γνωστό επιστημονικό περιοδικό «Discover». Και διαπίστωσε ότι η ηλεκτρονική αλληλογραφία, το πασίγνωστο e-mail (electronic mail), καταφέρνει να «αναισθητοποιεί» τον εγκέφαλό μας με τρόπο πολύ βαθύτερο από ό,τι η μαριχουάνα!

Σχολιάζοντας αυτά τα ερευνητικά δεδομένα η Μάριαν Βολφ, γνωσιακή ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Tuft και διάσημη χάρη στο βιβλίο της «Proust and the Squid», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «αυτό που είμαστε δεν εξαρτάται μόνο από αυτό που διαβάζουμε, αλλά και από το πώς διαβάζουμε». Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Βολφ, το Ιντερνετ, επιβάλλοντας την «αμεσότητα» και την «αποτελεσματικότητα» ως ύψιστες αξίες, καταλήγει να εξασθενεί την ικανότητά μας για βαθύτερη ανάγνωση και μας ωθεί να γίνουμε απλοί αποκωδικοποιητές πληροφοριών.

Οσοι θεωρούν ότι οι υποψίες του Καρ (αλλά και τόσων άλλων) είναι υπερβολικές, ότι είναι αποτέλεσμα της διαδεδομένης τεχνοφοβίας, η οποία θεωρεί αυτομάτως ύποπτο κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα, καλό θα ήταν να λάβουν υπόψη τους κάποια πολύ διαφωτιστικά δεδομένα που προκύπτουν από τη μελέτη της δομής και της λειτουργίας του εγκεφάλου μας.

Για παράδειγμα, οι έρευνες του Τζέιμς Ολντς, επιφανούς νευροεπιστήμονα και διευθυντή του Ινστιτούτου Karsnow, υποδεικνύουν ότι ο εγκέφαλός μας παραμένει εύπλαστος σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οι ειδικοί πίστευαν ότι οι διασυνδέσεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων και η διαμόρφωση των μικροκυκλωμάτων καθορίζονταν οριστικά και αμετάκλητα μέχρι την εφηβεία. Συνεπώς υποστήριζαν ότι η «πλαστικότητα» δεν αποτελεί χαρακτηριστικό του ενήλικου εγκεφάλου.

Σήμερα υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι αυτό δεν ισχύει. Ο εγκέφαλός μας διατηρεί εφ' όρου ζωής την πλαστικότητά του, δηλαδή την ικανότητά του να αναδιοργανώνει, βάσει των νέων εμπειριών του, τα νευρωνικά του κυκλώματα. Γι' αυτό και είναι ζωτικής σημασίας το ποια πρότυπα συμπεριφοράς υιοθετούμε ή ποιες εμπειρίες βιώνουμε: όταν οι εμπειρίες μας είναι αλλοτριωτικές και τα πρότυπά μας απάνθρωπα, τότε τόσο η σκέψη όσο και η συμπεριφορά μας θα είναι αλλοτριωμένες από τη φύση μας, και συνεπώς απάνθρωπες.

Ο εγκέφαλός μας δεν είναι πολυμέσο
Αναμφίβολα, η περιβόητη «πολυεπιτελεστικότητα», η τυπική ιδιότητα δηλαδή των υπολογιστικών συστημάτων να εκτελούν ταυτόχρονα πολλές και εντελώς διαφορετικές εργασίες, αποτελεί σήμερα ένα από τα κυρίαρχα πρότυπα «καλής λειτουργίας». Στο πρότυπο αυτό οφείλουμε πλέον να προσαρμοστούμε, σχεδόν αδιαμαρτύρητα, και εμείς οι άνθρωποι. Ας σηκώσει το χέρι όποιος δεν έχει ποτέ μιλήσει στο κινητό του ενώ οδηγεί το αυτοκίνητο ή ενώ διαβάζει την αλληλογραφία του στον υπολογιστή.

Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλά ανάλογα παραδείγματα, όπου η επινόηση και η μαζική χρήση ενός νέου τεχνολογικού «εργαλείου» επιβάλλει σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε. Το ερώτημα είναι αν ο εγκέφαλός μας, η καλή λειτουργία του οποίου έχει διαμορφωθεί από την εξέλιξη στη διάρκεια χιλιάδων χρόνων, έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται πάντα, και μάλιστα χωρίς σοβαρές συνέπειες, σε τέτοιες ταχύτατες αλλαγές.

Διάφορες έρευνες δοκίμασαν να αντιμετωπίσουν αυτό το δύσκολο αλλά αποφασιστικής σημασίας ερώτημα. Και από ό,τι φαίνεται υπάρχουν κάποια βιολογικά όρια, ομολογουμένως ακόμη ασαφή, ως προς τις δυνατότητες του εγκεφάλου μας να εκτελεί ταυτοχρόνως διαφορετικές εργασίες. Η λειτουργία του εγκεφάλου μας μοιάζει με ένα στενό δρόμο απ' τον οποίο είναι αδύνατον να περάσουν την ίδια στιγμή δύο αυτοκίνητα. Συνήθως όταν πρέπει να εκτελέσει συνειδητά δύο εργασίες ή να παρακολουθήσει δύο διαφορετικά πράγματα, ο εγκέφαλος επικεντρώνεται και επεξεργάζεται πλήρως πρώτα το ένα και κατόπιν το άλλο. Με άλλα λόγια, ο εγκέφαλός μας δεν είναι από τη φύση του ένα πολυμέσο, και συνήθως αποδεικνύεται τραγικά ανεπαρκής όποτε επιχειρεί να λειτουργήσει με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο.

Ενδέχεται, ωστόσο, στο μέλλον ο ανθρώπινος εγκέφαλος, προσπαθώντας να προικίσει με νοημοσύνη τις μηχανές που ο ίδιος επινόησε για την επιβίωσή του, να καταλήξει, παραδόξως, να εσωτερικεύσει τις ατέλειές τους. Το αν η νοημοσύνη μας γίνει κάποτε «μηχανική», και επομένως οι μηχανές «νοήμονες», αυτό θα εξαρτηθεί από τις αντιστάσεις που θα προβάλει η βιολογία του εγκεφάλου μας στις τεχνολογικές της απομιμήσεις.

Του Σπύρου Μανουσέλη, από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου, 5 Ιουλίου 2008


Η έκθεση της σουηδικής Μη Κυβερνητικής οργάνωσης «Δικαιώματα των Παιδιών στην Κοινωνία» ή BRIS (Barnens Ratt i Samhallet) αποκαλύπτει ότι στην «πολιτισμένη» Σουηδία δεν είναι οι γονείς που ανησυχούν για τις ώρες που περνούν τα παιδιά τους μπροστά στον υπολογιστή, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο!

Η έκθεση βασίστηκε σε στοιχεία που συγκέντρωσε η Οργάνωση αυτή μελετώντας τις 1.800 και πλέον περιπτώσεις παιδιών που, στη διάρκεια του περασμένου έτους, απευθύνθηκαν σε αυτήν για να ζητήσουν συμβουλές και ψυχολογική υποστήριξη.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στη Σουηδία καθημερινά ολοένα και περισσότερα παιδιά προβληματίζονται και ανησυχούν για τις ώρες που αφιερώνουν οι γονείς τους στο Διαδίκτυο.

Η αγωνία των παιδιών για την υπερβολική προσκόλληση των γονιών τους στο Διαδίκτυο καταγράφεται χαρακτηριστικά στα ερωτήματα που έθεταν στους συμβούλους της BRIS: Γιατί ο μπαμπάς μου περνά τα απογεύματά του μπροστά στον υπολογιστή, ψάχνοντας για πορνοϊστοσελίδες; Γιατί η μαμά μου «κάνει τσατ» ημίγυμνη και «ανεβάζει» τις φωτογραφίες της στο Διαδίκτυο; Οι ερωτήσεις των παιδιών συνήθως υποδηλώνουν την έντονη ανησυχία τους ότι η συνεχής ενασχόληση των γονιών τους με τις συγκεκριμένες ιστοσελίδες υποκρύπτει στην πραγματικότητα μια πρόθεση απιστίας που ενδεχομένως θα μπορούσε να τους οδηγήσει στον χωρισμό.

Ενας 15χρονος, για παράδειγμα, ανέφερε ότι ένιωσε αηδία όταν διάβασε από περιέργεια τις συνομιλίες, μέσω MSN, του 53χρονου πατέρα του με γυναίκες πολύ νεότερές του. «Μιλούσαν για σεξ και κανόνιζαν πώς θα συναντηθούν. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω στη μητέρα μου. Φοβάμαι πως αν της το πω θα χωρίσουν. Τι να κάνω;» Αλλα πάλι παιδιά τηλεφωνούσαν στην υπηρεσία για να αναφέρουν ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς τους τα παραμελούσαν συστηματικά, επειδή προτιμούσαν να περνούν την ώρα τους «σαλιαρίζοντας» στο Διαδίκτυο.

Συγκλονιστική είναι και η μαρτυρία μιας 12χρονης, η οποία ανέφερε ότι δεν μπορούσε πλέον να μιλήσει με τη μητέρα της, γιατί ήταν διαρκώς απασχολημένη με το να φλερτάρει στο Ιντερνετ. Εκτός όμως από την αναζήτηση του σεξ στον κυβερνοχώρο υπάρχουν κι άλλοι διαδικτυακοί «πειρασμοί» για τους ενήλικες χρήστες του Διαδικτύου.

Στην έκθεση περιγράφονται περιπτώσεις μαμάδων που ήταν τόσο απορροφημένες από κάποια βιντεοπαιχνίδια, ώστε είχαν αποξενωθεί πλήρως από την οικογένειά τους. Μια 13χρονη, για παράδειγμα, μιλώντας για τη μητέρα της εξομολογήθηκε γεμάτη αμηχανία ότι «όταν άρχισε να παίζει το παιχνίδι World of Warcraft πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι παίζοντας μέρα - νύχτα. Και όποτε δεν είναι καθηλωμένη μπροστά στον υπολογιστή φαίνεται αξιολύπητη, δεν μιλάει και έχει ένα βλέμμα χαμένο. Αισθάνομαι απαίσια».

Του Σπύρου Μανουσέλη, από την
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου, 5 Ιουλίου 2008