Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Το όνειρο της μηχανής

Από τα μυθικά ανδροειδή στα σύγχρονα ρομπότ: η επιθυμία να δημιουργούμε μηχανικά αντίγραφα του εαυτού μας χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Το ναρκισσιστικό όνειρο της δημιουργίας τεχνητών ομοιωμάτων του ανθρώπου ίσως εκφράζει τη βαθύτερη επιθυμίας μας να μην είμαστε απλώς τα δημιουργήματα μιας υπερφυσικής θεότητας αλλά εμείς οι ίδιοι δημιουργοί: να κατασκευάζουμε «κατ' εικόνα και ομοίωσιν μας» ανθρωπόμορφα τεχνήματα ικανά να αναπαράγουν τις ανώτερες ανθρώπινες συμπεριφορές και, γιατί όχι, να μας υπηρετούν. Σύμφωνα με τον ετυμολογικό ορισμό, «Αυτόματον» θεωρείται ό,τι κινείται από μόνο του. Ειδικότερα, θεωρείται αυτόματο κάθε μηχανή που μπορεί να εκτελεί από μόνη της κάποιες τυπικά ανθρώπινες ή ζωικές εργασίες. Αυτός ο κλασικός ορισμός των αυτομάτων είναι μάλλον ασαφής.

Σήμερα, περιγράφουμε ως αυτόματο μια ειδικού τύπου μηχανή (πραγματική ή δυνητική), η οποία χάρη στην ύπαρξη ενός ενσωματωμένου προγράμματος μπορεί:

(Α). Να εκτελεί ορισμένες ανθρώπινες ή ζωικές σωματικές λειτουργίες (κινητικές, αισθητηριακές κ.ο.κ.)· στην περίπτωση αυτή μιλάμε συνήθως για ρομπότ.

(Β). Να προσομοιώνει μηχανικά, δηλαδή να αναπαράγει μέσω προγραμμάτων, κάποιες περίπλοκες συμπεριφορές ή ανώτερες νοητικές λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου (μαθηματικούς υπολογισμούς, ομιλία, έλλογα συμπεράσματα κ.ο.κ. ), οπότε μιλάμε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.


Βέβαια, αυτή η διάκριση των αυτόματων μηχανών σε «ηλίθια ρομπότ» και «ευφυείς υπολογιστές» είναι προφανώς αυθαίρετη, αφού η λειτουργία κάθε ρομπότ βασίζεται πάντα σε κάποιο υπολογιστικό πρόγραμμα. Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση των αυτομάτων θα πρέπει να αναζητηθεί στον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας «μηχανή»: ενώ κάθε αυτόματο είναι μια ειδική κατηγορία μηχανής, κάθε μηχανή δεν είναι ένα αυτόματο.


Κατά την αρχαιότητα θεωρούσαν τις μηχανές αφύσικα αντικείμενα, τα οποία με τρόπο μαγικό και δόλιο, με πανουργία, μας επιτρέπουν να βγαίνουμε από δύσκολες καταστάσεις «αμηχανίας» ή ακόμη και να κυριαρχούμε πρόσκαιρα πάνω στις ακατανόητες δυνάμεις της φύσης. Πράγματι, τις πρώτες μαρτυρίες του «εγωκεντρικού» εγχειρήματος να κατασκευαστούν τεχνητά ομοιώματα του ανθρώπου τις βρίσκουμε, για μια ακόμη φορά, στην αρχαία Ελλάδα.

Η προϊστορία των αυτομάτων

Από την ομηρική Ιλιάδα μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος, θείος αρχιτεχνίτης και μηχανοποιός, είχε φτιάξει θηλυκά ανδροειδή, δηλαδή μεταλλικά πλάσματα με μορφή γυναικών (σήμερα θα τα ονομάζαμε ρομπότ) για να τον υπηρετούν τόσο στο σκοτεινό εργαστήριό του όσο και στις μετακινήσεις του επειδή ήταν κουτσός.

Αυτές οι «χρυσές υπηρέτριες» λέγεται ότι ήταν καθ' όλα όμοιες με τις ζωντανές παρθένες, αφού ήταν προικισμένες με φρόνηση, με ικανότητα ομιλίας, ενώ αποτελούσαν επίσης αξιοπερίεργα αντικείμενα του ερωτικού πόθου των αθανάτων, στις οποίες και έσπευσαν να διδάξουν... «κάθε γυναικεία τέχνη» (Ιλ., Σ, 418 κ.ε.). Από την Ιλιάδα πάλι μαθαίνουμε ότι ο Ηφαιστος είχε κατασκευάσει πλήθος αξιοθαύμαστων αυτόματων μηχανών, μεταξύ των οποίων είκοσι τρίποδες (θρόνοι για να κάθονται οι θεοί), οι οποίοι εισέρχονταν και εξέρχονταν στα συμπόσια των ολύμπιων θεών κινούμενοι από μόνοι τους πάνω στους χρυσούς τους τροχούς (Ιλ., Σ, 376).


Ωστόσο, τα πιο διάσημα από τα μυθικά αυτόματα του Ηφαίστου είναι ο Τάλως και η Πανδώρα. Πρόκειται για δύο θρυλικά ανδροειδή, δηλαδή ανθρωπόμορφα αυτόματα, που αποτελούν τη μυθολογική εκδοχή των σημερινών ρομπότ.

Για όσους αγαπούν τις λεπτές διακρίσεις, θα έπρεπε ίσως να διαφοροποιήσουμε τον Τάλω από την Πανδώρα. Ο Τάλως περιγράφεται από τον Πλάτωνα και τον Παυσανία ως ένα χάλκινο ρομπότ, ένα νοήμον αυτόματο από μέταλλο (είναι ο χαλκούς ανήρ, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο οποίος και τον τοποθετεί ιστορικά στο «χάλκινο γένος»), ενώ η Πανδώρα, η πρώτη μοιραία γυναίκα, ήταν ένα ανδροειδές φτιαγμένο (όπως και ο Αδάμ) από χώμα και όχι από μέταλλο, στο οποίο οι θεότητες είχαν εμφυσήσει ζωή και αιώνια ψυχή.

Το όνειρο της εκμηχάνισης της ζωής θα εκφραστεί στον αρχαίο κόσμο ποικιλοτρόπως: είτε μέσω της μυθικής σκέψης είτε με την εφευρετικότητα της τεχνικής σκέψης. Και, αναμφίβολα, η προσωποποίηση αυτού του εφευρετικού και δημιουργικού πνεύματος της αρχαιότητας είναι ο Δαίδαλος.


Ανάμεσα στις αναρίθμητες επινοήσεις που αποδίδονται στον Δαίδαλο συγκαταλέγονται και τα «ζωντανά» αγάλματα-αυτόματα, που πρώτος αυτός λέγεται ότι κατασκεύασε. Η κινητικότητα μάλιστα αυτών των «αγαλμάτων» ήταν παροιμιώδης: έπρεπε, όπως αναφέρουν ο Πλάτων και ο Παυσανίας, να τα δένουν για να μη δραπετεύσουν!

Ελάχιστα ενδιαφέρει εδώ το αν ο Δαίδαλος υπήρξε ιστορικό ή μυθικό πρόσωπο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι στη μορφή του αναγνωρίζουμε την ανάδυση στον αρχαίο κόσμο μιας νέας κοινωνικής ομάδας (συντεχνίας): των βιοτεχνών-καλλιτεχνών. Η αποδοχή από μέρους της κοινωνίας αυτής της νέας συντεχνίας θα σημάνει και τη σταδιακή απομαγικοποίηση των μηχανών. Κατά την αρχαιότητα όμως, αυτή η απομαγικοποίηση των τεχνημάτων δεν θα μετουσιωθεί ποτέ σε «τεχνολογία»: σε μια αυθεντική μηχανιστική σκέψη και πρακτική, σαν αυτή που θα κυριαρχήσει μετά τον 17ο αιώνα στον δυτικό πολιτισμό.


Το επόμενο αποφασιστικό βήμα σ' αυτή την πολυδαίδαλη ιστορία των αυτόματων μηχανών θα συντελεστεί λίγους αιώνες αργότερα στην Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων. Σε αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών και γνώσεων θα κάνει την εμφάνισή της η περίφημη «αλεξανδρινή σχολή μηχανοποιών». Από αυτούς τους πρωτοπόρους μηχανοποιούς μας ενδιαφέρει κυρίως το έργο του Κτησίβιου (270 π.Χ.), του Φίλωνα του Βυζάντιου (200 π.Χ.) και κυρίως του Ηρωνα του Αλεξανδρέα (περίπου 1ος ή 2ος αι. μ.Χ.). Αυτοί ήταν οι πρώτοι δημιουργοί πραγματικών και όχι πια μυθολογικών, αυτόματων μηχανών, οι οποίες, επειδή είχαν κρυμμένο στο εσωτερικό τους τον μηχανισμό κίνησής τους, έδιναν την αλλόκοτη εντύπωση ότι κινούνται από μόνες τους, επομένως ότι ήταν ζωντανές!


Η κατασκευή και η θεωρία αυτών των πρώιμων αυτομάτων-παιχνιδιών σηματοδοτεί την απαρχή μιας βαθύτερης διανοητικής μεταστροφής των ανθρώπων ως προς τις πρακτικές εφαρμογές και δυνατότητες των μηχανών. Νέες δυνατότητες, που πρώτα θα επηρεάσουν βαθύτατα την αραβική τεχνολογία και μέσω αυτής όλο τον Δυτικό κόσμο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.

Οσον αφορά την εξέλιξη των αυτομάτων, οι Αραβε
ς θα επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στις μηχανές που «κληρονόμησαν» από τους Αλεξανδρινούς. Σύνοψη και αποκορύφωμα της ελληνο-αραβικής μηχανικής σκέψης αποτελεί το βιβλίο του μεγάλου μηχανοποιού Αλ-Τζαζάρι, με τίτλο «Βιβλίο της γνώσης των ευφυών μηχανισμών» (1204 μ.Χ.).

Σε αυτό περιγράφονται μια σειρά από εκπληκτικές αυτόματες μηχανές. Ένας αραβικός θρύλος, μάλιστα, θέλει μια ομάδα αστρονόμων να κατασκευάζει μια «σκεπτόμενη μηχανή», την οποία ονόμασαν «Ζαΐρα». Η λειτουργία της «Ζαΐρα» εικάζεται ότι βασιζόταν σ' έναν εσωτερικό μηχανισμό σύμφωνα με τον οποίο κάθε ένα από τα 28 γράμματα του αραβικού αλφαβήτου αντιστοιχούσε σε μία από τις 28 βασικές κατηγορίες ιδεών της αραβικής φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας τις αριθμητικές τιμές που αντιστοιχούσαν σε κάθε κατηγορία ιδεών με τα γράμματα, υποτίθεται ότι η μηχανή αποκάλυπτε πολύτιμες γνώσεις.

Η Μέγιστη Τέχνη


Η «Ζαΐρα», η θρυλική σκεπτόμενη μηχανή των Αράβων, θα προκαλέσει το ενδιαφέρον ενός εκκεντρικού ιεραπόστολου, του Ισπανού ευγενή Ραμόν Λουλ (1235-1316 μ.Χ.), ο οποίος ύστερα από μια μυστικιστική κρίση εγκατέλειψε τον προγενέστερο έκλυτο βίο του για να στρατευθεί με πάθος, ως Φραγκισκανός μοναχός, στη διάδοση του Καθολικισμού.

Κλέβοντας από τους Αραβες περισσότερες ιδέες απ' όσες μπορούσε να τους προσφέρει, ο Λουλ αποφάσισε, προφανώς κατόπιν θείας επιφοιτήσεως, να σχεδιάσει μια χριστιανική εκδοχή της «Ζαΐρα», βαπτίζοντας τη μηχανή «του» με το κοσμιότερο όνομα Ars Magna (Μέγιστη Τέχνη). Αποστολή αυτής της «νέας εκχριστιανισμένης» νοήμονος μηχανής θα ήταν ο προσηλυτισμός των απίστων όχι με τη βία των όπλων αλλά με τη βία της λογικής.


Παρά τις ευγενείς προθέσεις του δημιουργού της, η φιλόδοξη ιδέα της Ars Magna θα είχε καταλήξει στα σκουπίδια της Ιστορίας, αν δεν είχε επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές, όπως
τον Νικόλαο Κουζάνο και κυρίως τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο-μαθηματικό Γκότφριντ Λάιμπνιτς, το μαθηματικό έργο του οποίου συνέβαλε στη γέννηση της νεότερης υπολογιστικής σκέψης.

Το όνειρο της δημιουργίας της τέλειας μηχανής θα συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα. Κυνηγώντας αυτό το άπιαστο, εκείνη την εποχή, όνειρο, οι άνθρωποι θα κατασκευάσουν πραγματικά αξιοθαύμαστες αυτόματες μηχανές, θα επινοήσουν όμως και διάφορα απόκοσμα πλάσματα.

Ο φόβος που προκαλούσαν στον άνθρωπο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης τα διάφορα τερατόμορφα πλάσματα ήταν, μεταξύ άλλων, η εκδήλωση μιας νέας κοινωνικής ανασφάλειας. Πρώτη φορά στην Ιστορία, οι μηχανές αρχίζουν να αποτελούν τους βασικούς συντελεστές της ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών: «ο από μηχανής θεός» (Deus ex machina) των αρχαίων θα μετεξελιχθεί στη χριστιανική Δύση σε «εκ Θεού μηχανή» (machina ex Deo)!


Η τεχνολογία των αυτομάτων

Ακολουθώντας την εξέλιξη των μηχανών και την προοδευτική επικράτηση της αυτοματοποίησης σε κάθε κοινωνική παραγωγική διαδικασία, θα πρέπει να επισημάνουμε την αποφασιστική καμπή που σημειώνεται στη Δύση μετά το 1769. Τη χρονιά αυτή κατατίθενται στο γραφείο ευρεσιτεχνιών της Αγγλίας τα σχέδια της ατμομηχανής του Τζ. Βατ και της κλωστικής μηχανής του Ρ. Αρκράιτ, δύο εφευρέσεις που σηματοδοτούν την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης.

Πέντε χρόνια μετά, καταγράφεται στα χρονικά της εποχής ένα άλλο ιστορικό γεγονός, το οποίο εκ των υστέρων -και αδίκως- θα θεωρηθεί ως «επουσιώδες»: ο ιδιοφυής Ελβετός μηχανοποιός Πιερ Ζακέ-Ντροζ θα παρουσιάσει το 1774 τρία εντυπωσιακά αυτόματα με ανθρώπινη μορφή (ανδροειδή): μία μουσικό, ένα παιδί-σχεδιαστή και ένα παιδί-γραφέα.

Αυτές οι αξιοθαύμαστες μηχανές αποτελούσαν το αποκορύφωμα μιας μακράς παράδοσης μηχανοποιίας. Η μουσικός μπορούσε, εκτός από το να εκτελεί πέντε δημοφιλή μουσικά κομμάτια, να αναπνέει, να κουνά το κεφάλι της και να υποκλίνεται με μεγάλη χάρη. Ο γραφιάς ήταν ακόμη πιο περίπλοκος από μηχανολογικής απόψεως: βουτούσε τη φτερωτή πέννα στο μελανοδοχείο, άπλωνε με το αριστερό χέρι το χαρτί και έγραφε καλλιγραφικά μικρές προτάσεις, αφήνοντας τα αναγκαία κενά ανάμεσα στις λέξεις (βλ. φωτογραφία). Το τρίτο «παιχνιδάκι», ο σχεδιαστής, ζωγράφιζε με μολύβι τις προσωπογραφίες τριών βασιλέων (του Λουδοβίκου ΙΔ, του Γεωργίου Γ, και της βασίλισσας Καρλόττας), ενός παιδιού και ενός σκύλου, ενώ στο τέλος με ένα φύσημα έδιωχνε από το χαρτί τη λεπτή σκόνη που άφηνε το μολύβι!

Γεννημένα από την ενσωμάτωση ενός περίπλοκου ωρολογιακού μηχανισμού στο εσωτερικό μιας κούκλας, αυτά τα «αυτόματα-παιχνίδια» αποτελούν την υλοποίηση των πιο προηγμένων μηχανολογικών γνώσεων της εποχής, ενώ ταυτόχρονα προαγγέλλουν τη δυνατότητα γενικευμένης χρήσης αυτομάτων στη βιομηχανία και τη ρομποτική.

Cyborg: ο άνθρωπος-μηχανή

Το όνειρο της τέλειας μηχανής -και πώς να μην είναι τέλεια μια μηχανή που θα αποτελούσε την «αυτοπροσωπογραφία» μας- διατρέχει όλη σχεδόν την ανθρώπινη ιστορία. Ομως ακόμη και τα υπέροχα ανδροειδή-αυτόματα του 17ου αιώνα, ενώ μπορούσαν να εκτελούν τις περίπλοκες αλλά αυστηρά προκαθορισμένες κινήσεις τους, δεν ήταν σε θέση να αναδρούν σε αυτές τις λειτουργίες τους, αν κάτι πήγαινε στραβά.

Μόνο μετά από την εισαγωγή των ηλεκτρονικών μηχανών έγινε εφικτή η κατασκευή πραγματικά «έξυπνων» μηχανών, ικανών δηλαδή να ελέγχουν αυτομάτως και αναδραστικά τη λειτουργία τους.

Χάρη σε αυτή την ικανότητά τους για ανάδραση (feedback), οι ολοένα και πιο σύνθετες ηλεκτρονικές μηχανές θα αποκτήσουν σταδιακά κάποιες τυπικά ζωικές ιδιότητες: να «αισθάνονται», να «θυμούνται» και να «επικοινωνούν», δηλαδή να καταγράφουν στη μνήμη τους και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες. Το 1948 ο ιδιοφυής μαθηματικός Νόρμπερτ Βίνερ θα εκδώσει το περίφημο βιβλίο του «Cybernetics». Η θεωρία του, της Κυβερνητικής, θα αποτελέσει τη θεωρητική προϋπόθεση για τη γέννηση της σύγχρονης ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης. Χάρη σε αυτές τις δύο νέες τεχνοεπιστήμες θα πραγματοποιήσουμε τα πιο τρελά τεχνολογικά μας όνειρα ή εφιάλτες.

Σήμερα, στις απαρχές του 21ου αιώνα, η επιστήμη των υπολογιστών, η πληροφορική και η νευροβιολογία συνεργάζονται στενά για τη δημιουργία χιμαιρικών βιοκυβερνητικών πλασμάτων, των περιώνυμων «cyborgs». Δεδομένου μάλιστα ότι ο πλανήτης μας, λόγω της άλογης τεχνολογικής και δημογραφικής μας ανάπτυξης, κινδυνεύει να καταστεί αφιλόξενος για το ανθρώπινο είδος, κάποιοι αισιόδοξοι μελλοντολόγοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδές τους για την επιβίωσή μας πάνω στη Γη στη μετεξέλιξη του είδους μας σε... Cyborgs.

Περισσότερες πληροφορίες:

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΜΗΧΑΝΗΣ Lewis Mumford. Μετάφραση Β. Τομανάς, τόμοι 2. Εκδ. ΝΗΣΙΔΕΣ

Στο κλασικό δίτομο έργο του ο μεγαλύτερος ίσως θεωρητικός της τεχνολογικής σκέψης παρουσιάζει την ανάπτυξη της τεχνικής σκέψης και πρακτικής ως αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας και της ανώτερης κουλτούρας των ανθρώπων. Μολονότι ασκεί δριμύτατη κριτική στην επιλογή της νεωτερικής κοινωνίας να επενδύσει αποκλειστικά στα ποσοτικά και όχι στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τεχνικής σκέψης, το βιβλίο δεν αποτελεί καθόλου μια στείρα επίθεση στη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη. Ανατρέχοντας στη συνολική ιστορία της τεχνολογίας από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή μας, ο Μάμφορντ αναζητεί μια απάντηση στο ερώτημα που συνήθως αποφεύγουμε να θέσουμε: γιατί τα πιο εκπληκτικά τεχνολογικά μας επιτεύγματα ή τα πιο απίστευτα όνειρα εκμηχάνισης της ζωής καταλήγουν συνήθως σε κοινωνικούς εφιάλτες;

Σχετικές ιστοσελίδες:

www.trivia-library.com /history-of-robots-cyborgs-androids/index.htm

www.machinebrain.com

Του Σπύρου Μανουσέλη, από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου, 19 Απριλίου 2008