Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες Νο 42– Οι Έλληνες και η Ιταλία

Ζούμε, καταναλώνουμε, σκεφτόμαστε και εκφραζόμαστε ιταλικά πολύ περισσότερο απ’ ότι ίσως φανταζόμαστε. Από τον χαρακτήρα και το ταμπεραμέντο , μέχρι την αρχιτεκτονική και την γαστρονομία, η Ιταλία πάντα είχε περίοπτη θέση στην καθημερινότητά μας. Μια σχέση σφυρηλατημένη μέσα στους αιώνες την οποία απολαμβάνουμε με πάθος, αλλά και με κάποιες επιφυλάξεις ...

Η Ιταλία ήταν πάντα για την Ελλάδα μία πύλη: στην κουλτούρα, στην Ευρώπη, στην επιχειρηματικότητα, στη μόδα, στη γαστρονομία, στον υλικό αλλά και στον πνευματικό πολιτισμό. Αιτίες για αυτό η γειτνίαση, οι ανοικτοί εμπορικοί δρόμοι, η Ενετοκρατία στην Ελλάδα (από το 1200 και για πέντε αιώνες περίπου), οι δυναμικές ελληνικές παροικίες στην Ιταλία του 16ου και των μετέπειτα αιώνων. Πάντα υπήρχαν καλές σχέσεις, ανταλλαγές, αλληλοεπιδράσεις. Στη σύγχρονη εποχή, οι ιταλικές επιδράσεις ξεκινούν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις αρχές του ’50, η βέσπα της Πιάτζιο κάνει την εμφάνισή της στους κακοτράχαλους ελληνικούς δρόμους και η κοσμική Αθήνα τραγουδάει το «Το κορίτσι, το βεσπάκι μου κι εγώ» του Πολυμέρη.

Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες ξεκαρδίζονται στις αίθουσες με τις χοντροκομμένες ιταλικές κωμωδίες, εκστασιάζονται με τα φανταχτερά μυθολογικά δημιουργήματα της Τσινετσιτά και συγκινούνται με τον νεορεαλισμό, που υπενθυμίζει την κοινή μοίρα των δύο λαών. Στο τέλος της δεκαετίας (1959) μπαίνει στη ζωή των Ελλήνων το ΠΡΟΠΟ και οι ιταλικοί αγώνες γίνονται αφορμή για γνωριμία με τα σαλόνια του Καμπιονάτο. Την επόμενη δεκαετία (’60) κάνουν την εμφάνισή τους τα Φιατάκια, η νεολαία πίνει βερμούτ και λικνίζεται στους ρυθμούς της ιταλικής μουσικής. Τη δεκαετία του ’70, χιλιάδες Ελληνες εγκαταλείπουν τη χώρα για να σπουδάσουν στα πανεπιστήμια στο Μιλάνο, στην Μπολόνια, στην Πίζα, στην Περούτζια. Με την επιστροφή τους θα μπολιάσουν την εγχώρια καθημερινότητα με πληθώρα ιταλικών στοιχείων.

Η δεκαετία του ’80 ανήκει στα ιταλικά προϊόντα. Οι Ελληνες καταλαμβάνονται από καταναλωτική ιδεοληψία με ονομασία προέλευσης και η ιταλική μόδα δίνει σχήμα και μορφή στο εγχώριο lifestyle. Η δεκαετία του ’80, εκτός από το ό,τι φοριέται, πίνεται και τρώγεται αλά ιταλικά. Η πίτσα, ο αυθεντικός αντιπρόσωπος της ιταλικής γαστρονομίας, υπήρχε στην Ελλάδα από την περασμένη δεκαετία -οι πρώτες πιτσαρίες άνοιξαν το 1971-, τώρα όμως ισχυροποιεί τη θέση της στο ελληνικό τραπέζι. Στις αρχές του ’90, Alfa Romeo και Lancia επιταχύνουν στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας των ελληνικών δρόμων, ενώ η χώρα ανακαλύπτει το ιταλικό ντιζάιν, μέσα από έπιπλα, εντοιχισμένες κουζίνες, χωνευτούς απορροφητήρες, περίτεχνα φωτιστικά και είδη μπάνιου, που κοσμούσαν τα πρώτα ελληνικά περιοδικά διακόσμησης. Τότε είναι που η νεότευκτη ιδιωτική τηλεόραση γεμίζει «γλάστρες» και επιφωνήματα τύπου «μπράβο», στη μανιέρα των ιταλικών σόου που προέβαλλε η RAI. Τότε έρχεται και ο λατίνος προστάτης του έρωτα, ο Αγιος Βαλεντίνος. Λίγο χρόνια μετά (1992) τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ενωσης ανοίγουν και οι εισαγωγές καθημερινών αγαθών από τη γείτονα αυξάνονται κατακόρυφα. Με αυτά και με εκείνα, η Ιταλία είναι διαχρονικά για την Ελλάδα ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

Οι δικοί μας ξένοι
Στην προσπάθεια να ανιχνεύσουμε το σύγχρονο ιταλικό γίγνεσθαι στην Ελλάδα ήρθαμε σε επαφή με τρεις Ιταλούς και δύο Ελληνες.

Για το επιχειρείν μιλήσαμε με την Κορίνα Πατέλη -Μπελλ. Εργάζεται στον όμιλο FΙΑΤ τα τελευταία 8 χρόνια και σήμερα κατέχει τη θέση της διευθύντριας επικοινωνίας της FΙΑΤ Γκρουπ Ελλάς. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, έχει ενστερνιστεί το πνεύμα της γείτονoς σε τέτοιο βαθμό, που δηλώνει ότι ποτέ δεν ένιωσε ξένη ή απομονωμένη. Αντιθέτως, νιώθει σιγουριά, ασφάλεια και ικανοποίηση.

Τη ρωτάμε πώς είναι οι Ιταλοί ως μάνατζερ, σε σχέση και με τους Ελληνες ομολόγους τους. «Υπάρχουν χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε όλους τους μάνατζερ, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Είναι εκείνα που τους κάνουν πάντα να ξεχωρίζουν, που τους εξασφαλίζουν τη θέση στην οποία βρίσκονται. Οι Ιταλοί έχουν στοιχεία όπως η οργανωτικότητα και η αποτελεσματικότητα, αλλά ταυτόχρονα είναι πάντα διαθέσιμοι, αν και πολυάσχολοι και όταν σε επιβραβεύουν το εισπράττεις και το νιώθεις. Είναι δηλαδή αρκετά ανθρώπινοι, ακόμα κι όταν είναι σκληροί με τις απαιτήσεις τους για τη διεκπεραίωση της δουλειάς. Εκτιμούν την προσπάθεια και είναι ανοιχτοί σε νέες ιδέες, τις οποίες αποζητούν και επιβραβεύουν. Η ανταγωνιστικότητα υπάρχει μόνο για τη βελτίωση της ομάδας, του κοινού στόχου. Επίσης έχουν αποδεχτεί εδώ και χρόνια τη γυναίκα επαγγελματία, χωρίς ίσως τις ?ταμπέλες’’ που υπάρχουν εδώ, οι οποίες αναγνωρίζουν για τις γυναίκες δυνατότητες μόνο σε ?συγκεκριμένα επαγγέλματα και ειδικότητες».

Στη συνέχεια, της ζητάμε να μας συγκρίνει την οδηγική συμπεριφορά των δύο λαών. «Η σύγκριση μάλλον ευνοεί τους Ιταλούς, κάτι που είναι φυσιολογικό αφού μιλάμε για μια χώρα με μεγάλη αυτοκινητοβιομηχανία και έναν λαό που επί πολλές γενιές έχει ζήσει με το αυτοκίνητο ως στοιχείο της καθημερινότητάς του. Και στις δύο χώρες είναι έντονα τα στοιχεία της γρήγορης οδήγησης, αλλά οι Ιταλοί ίσως είναι πιο προσεκτικοί, πιο πειθαρχημένοι. Μπορεί να μην είναι τόσο νομοταγείς όσο οι Βορειοευρωπαίοι, υπάρχουν όμως άγραφοι κανόνες που τους σέβονται. Δυστυχώς, οι Ελληνες οδηγοί δεν είναι τόσο προσεκτικοί και αυτό φαίνεται καθημερινά. Οδηγούν επιθετικά! Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε ότι η Ιταλία είναι μια χώρα με μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο. Η συμπεριφορά των Ιταλών του Νότου στον δρόμο είναι πολύ λιγότερο πειθαρχημένη, μοιάζοντας αρκετά με τη συμπεριφορά των Ελλήνων».

Για ραβιόλια και πένες μιλήσαμε με τον σεφ Ιβάν Οταβιάνι. Βρίσκεται στην Ελλάδα από το καλοκαίρι του 1986, έτος κατά το οποίο ξεκίνησε να δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της εστίασης. Το 1991 άνοιξε στη Μύκονο το εστιατόριο Sale e Pepe, που τρία χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στο Κολωνάκι. Του απευθύνουμε την ερώτηση, αν και πόσο δηλαδή έχει επηρεαστεί η ελληνική γαστρονομία από την ιταλική. Καταρχάς, μας επισημαίνει ότι ο όρος ιταλική γαστρονομία είναι πολύ ευρύς.

«Η ιταλική κουζίνα εκφράζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τόπο σε τόπο και ποικίλει σημαντικά ανάλογα με το γεωγραφικό σημείο», λέει. «Η ελληνική γαστρονομία είναι πιο κοντά στις γεύσεις και τα αρώματα της Νοτίου Ιταλίας. Γενικά όμως έχει επηρεαστεί στο βαθμό που έχει επηρεαστεί και το καθημερινό lifestyle του Ελληνα -αλλά και του μέσου Ευρωπαίου- που επιλέγει το ιταλικό ντιζάιν και στυλ στη μόδα, στα αυτοκίνητα, στην καθημερινότητα -άρα και στη γαστρονομία, γιατί αισθάνεται ότι του προσφέρουν μια ξεχωριστή ταυτότητα», συνεχίζει. Ο Ι. Οταβιάνι θεωρεί λίγο γραφικό το γνωστό στερεότυπο που αναπαράγεται εδώ και δεκαετίες και δεν θεωρεί τον Ελληνα έναν μικρό Ιταλό. «Η Ιταλία είναι μια μεγάλη χώρα με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ανθρώπους και συνήθειες από περιοχή σε περιοχή. Σε αυτές τις περιοχές θα παρατηρήσουμε ότι οι Ιταλοί που ζουν και εργάζονται εκεί διαφέρουν αρκετά από το στερεότυπο που συνήθως προωθείται από πλευράς παγκόσμιου μάρκετινγκ», σημειώνει με νόημα.

Για πολιτική, τέλος, μιλήσαμε με τον Τζιανπάολο Σκαράντε, τον πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα. «Οι διαφορές μεταξύ των δυο πολιτικών κόσμων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το πολιτικό σύστημα. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα εκλογικό σύστημα βασισμένο στην ενισχυμένη αναλογική, ενώ η Ιταλία προτίμησε να ευνοήσει την απλή αναλογική. Επομένως, ενώ στην Ιταλία κυβερνάει ένας συνασπισμός, στην Ελλάδα υπάρχει μόνο ένα πλειοψηφικό κόμμα. Για αυτόν τον λόγο είναι ξεκάθαρο ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια διαφορετική κομματική πειθαρχία από αυτήν της Ιταλίας που, σε συνδυασμό με εκείνη την πιο ενθουσιώδη και θετική προσέγγιση που έχουν οι Ελληνες προς τη ζωή -έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες με πιο απλό τρόπο-, επέτρεψαν στην Ελλάδα να ζήσει τα τελευταία χρόνια μια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη χωρίς προηγούμενο», σχολιάζει.?

Οι μεσόγειοι σκεπτικιστές
Στη συνέχεια βρεθήκαμε στο Σπίτι της Ιταλίας (Πατησίων 47), όπου είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με τη Μελίτα Παλεστίνι, διευθύντρια του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου. Σπούδασε τη δεκαετία του ’80 την ελληνική γλώσσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υστερα από μακρά πορεία σε αντίστοιχες θέσεις στο Σάο Πάολο και στη Νέα Υόρκη, επέστρεψε το 2006 στην Ελλάδα, με σκοπό να δώσει νέα πνοή στο Σπίτι της Ιταλίας, που παρέμενε κλειστό από το 1999, λόγω του τότε μεγάλου σεισμού.

Από τη θέση αυτή συντονίζει τις δραστηριότητες του Ινστιτούτου, το οποίο εκτός από τα μαθήματα ιταλικής γλώσσας που προσφέρει, αποτελεί πηγή για κάθε πληροφορία που σχετίζεται με την ιταλική εκπαίδευση, ενθαρρύνοντας παράλληλα τις πολιτιστικές συνέργιες. Η ίδια μας πληροφορεί ότι η ιατρική, η φαρμακευτική και η αρχιτεκτονική παραμένουν για τους Ελληνες οι πρώτες σε προτίμηση ειδικότητες για σπουδές στα ιταλικά πανεπιστήμια, με τη διαφορά ότι ο αριθμός τους είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με παλαιότερα.

Για την κ. Παλεστίνι, οι δύο λαοί έχουν τόσα πολλά κοινά, που θα πρέπει να πορεύονται μαζί και, με πολλή ευγένεια, δεν θεωρεί ότι τους Ιταλούς ανώτερους. Επιπλέον διακρίνει ικανά δείγματα κουλτούρας στους σύγχρονους Ελληνες και διαφωνεί κάθετα με την άποψη που θέλει τη σύγχρονη Ελλάδα να έχει ελάχιστη σχέση έχει με το ένδοξο παρελθόν.

«Μολονότι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 το επίπεδο ζωής και ο πολιτισμός της Ιταλίας ήταν ένα επίπεδο πιο πάνω από το δικό σας, αυτό ήταν συγκυριακό. Χάρη σε αυτό που έχετε μέσα σας έχετε καταφέρει τόσα πολλά, σε τόσα λίγα χρόνια. Για παράδειγμα το 1980 τα κρασί σας ήταν σχεδόν αποκλειστικά η ρετσίνα. Σήμερα τα ελληνικά κρασιά στέκονται ισάξια δίπλα στα ιταλικά, αποσπούν βραβεία κ.λπ. Για αυτό σας λέω: Εχετε πολλούς λόγους για να εκτιμάται τη χώρα σας. Επιρροές ασφαλώς υπάρχουν, αλλά είναι αμοιβαίες, χώρια ότι οι Ελληνες έχουν την ικανότητα και τη φαντασία να αλλάζουν τα πράγματα και να δημιουργούν κάτι διαφορετικό. Δεν αντιγράφουν απλώς. Πάρτε για παράδειγμα τον καφέ φρεντοτσίνο. Δεν υπάρχει στην Ιταλία. Είναι δική σας επινόηση».

Για το τέλος αφήσαμε τον αρχιτέκτονα Γιώργο Τζιρτζιλάκη. Σπούδασε στην Ιταλία και σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Παν. Θεσσαλίας. Ο λόγος του για τις σχέσεις των δύο χωρών, σε επίπεδο κουλτούρας, είναι ελαφρώς αποδομητικός. Αν και δεν αρνείται τις συγγένειες που υπάρχουν σε επίπεδο χαρακτήρα και ταπεραμέντου (ο αυθορμητισμός, η αυτοσχέδια λύση, η παρορμητικότητα, η εφευρετικότητα, η φαντασία) διατείνεται ότι υφίσταται μία αμοιβαία δυσπιστία ανάμεσα στους δύο λαούς, η οποία εμποδίζει τη βαθύτερη σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων. «Ισως γιατί αντικρίζουμε τόσα κοινά στον άλλο που είναι σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας στο καθρέφτη και ταυτόχρονα εκείνο που πρέπει να ανταγωνιστούμε. Αυτό δημιουργεί έναν φόβο, μια αμηχανία και τελικά επιλέγουμε να μην έχουμε πολλά -πολλά. Οπως ισχύει και με κάποια από τα ξαδέρφια μας. Τα αγαπάμε, αλλά δεν θέλουμε στενές σχέσεις».

Για τον καθηγητή, στα μάτια του Ελληνα -αδικαιολόγητα ίσως- η γαλλική, η γερμανική και εσχάτως η βρετανική κουλτούρα βρίσκονται πιο ψηλά από την ιταλική. «Δεν είμαστε τόσο δεμένοι με την ιταλική πνευματική κουλτούρα», συμπληρώνει και αναφέρει ορισμένα παραδείγματα. «Ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Σαραντάρης είναι ίσως οι μόνοι μεγάλοι Ελληνες της κουλτούρας που κουβαλούν προφανείς ιταλικές επιρροές στο έργο τους. Από την άλλη, σύγχρονοι Ιταλοί στοχαστές που απολαμβάνουν οικουμενικής αποδοχής, όπως ο Νέγκρι, ο Αγκαμπέν και ο Βίρνο είναι εν πολλοίς άγνωστοι στην Ελλάδα».

Για τον ίδιο η Ιταλία είναι ταυτισμένη στο μυαλό του με ό,τι πιο πρωτοποριακό υπάρχει στο θέμα του design. Δεν είναι όμως αυτός ό λόγος που τη νοσταλγεί. «Η ποιότητα της καθημερινής ζωής απέχει πολύ από τη δική μας και κατά έναν τρόπο στη γείτονα υπάρχει έντονος ο εκδημοκρατισμός της επιθυμίας», λέει. Τι σημαίνει αυτό; «Οτι πράγματα που για την Ελλάδα θεωρούνται πολυτέλειες, για την Ιταλία αποτελούν τη βάση της καθημερινότητας, είτε πρόκειται για το καφέ στην πλατεία είτε για το μικρό εστιατόριο, όπου μπορείς να φας καλά και με λίγα χρήματα, όταν κάτι τέτοιο μοιάζει μάλλον αδιανόητο για την Ελλάδα».

Στη Ρώμη όλοι οι δρόμοι

«Με την Ελλάδα στην καρδιά και με άδειο πορτοφόλι,
πήρα τα μάτια μου ξανά για την Αιώνια Πόλη,
σε περιμένω να φανείς στο Κολοσσαίο απ’ έξω,
με άγχος να με θυμηθείς και δύναμη ν’ αντέξω.

Είκοσι χρόνια μα σαν χθες που έχουμε να βρεθούμε,
στη Ρώμη όλοι οι φοιτητές έτυχε να μπλεχτούμε...

Τόσα χρόνια γι’ αυτό να πονάω
που δε σου ’πα ποτέ σ’ αγαπάω
και κατάντησα un tipo melancolico
μπατίρης ma non troppo» [...]

- Ο Σταύρος Λογαρίδης επιστρέφει στη Ρώμη και στη δισκογραφία. «Tipo melancolico», σε μουσική του ίδιου και στίχους Ελένης Ζιώγα, από το άλμπουμ «Ξαφνικά Καλοκαίρι» (2007).

Πίτσα αλά ελληνικά

  • Το 1965 η εφημερίδα Εμπρός (κυκλοφορούσε από το 1896 ώς το 1969) δημοσιεύει σε γυναικεία στήλη της συνταγή για αυθεντική ιταλική πίτσα. Οι πρώτες πιτσαρίες στην Ελλάδα θα ανοίξουν λίγα χρόνια μετά και γι’ αυτό όποιος ήθελε να απολαύσει το ιταλικό έδεσμα θα έπρεπε να πειραματιστεί στην κουζίνα του. Για την ιστορία, η συνταγή περιελάμβανε φρέσκες ντομάτες, τυρί φέτα, αντσούγιες, μαύρες ελιές και ζαμπόν, όχι όμως και μοτσαρέλα ή κίτρινο τυρί -δεν υπήρχαν τότε στην ελληνική αγορά.

Ο γύρος της Ιταλίας

  • Η Ιταλία είναι σήμερα, μαζί με τη Γερμανία, οι δύο δημοφιλέστεροι ταξιδιωτικοί προορισμοί για τους Ελληνες. Την Ιταλία προτιμάει το 28%, ενώ τη Γερμανία το 30%, μια τάση που παραμένει ανεξάντλητη κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αντίστροφα ωστόσο, η Ελλάδα για τους Ιταλούς δεν αποτελεί ιδιαίτερα δημοφιλή ταξιδιωτικό προορισμό. Εκτιμάται ότι μόνο το 8% των τουριστών που φθάνουν στην Ελλάδα κατάγονται από τη γείτονα.

Σπουδάζει γιατρός!

  • «Οι ιατροί ήταν αναγκαίοι και απολάμβαναν μερικά προνόμια· όσοι είχαν τους τρόπους επήγαιναν εις την Ιταλίαν, εσπούδαζαν την ιατρικήν, επίστρεφαν με διαφόρους γνώσεις, και έχοντες είσοδον εις τας πλουσιωτέρας οικογενείας ενεργούσαν κάμποσον εις τα ήθη».

- Ο γιατρός, ποιητής και συγγραφέας Στέφανος Κανέλος (1792 - 1823) και ο κατεξοχήν προορισμός για όσους ήθελαν να γίνουν γιατροί τον δέκατο ένατο αιώνα.

Και το πλοίο φεύγει

  • Οι κρουαζιέρες στην Αδριατική δεν αποτελούν φαινόμενο των τελευταίων χρόνων. Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 υπήρχαν αρκετά ακτοπλοϊκά δρομολόγια από την Πάτρα και τον Πειραιά για τα λιμάνια του Πρίντεζι (τότε λεγόταν Βρινδήσιον) και της Βενετίας. Επιβάτες, συνήθως, ήταν τα εύπορα οικονομικά στρώματα της Ελλάδας, που «πετάγονταν» στην Ιταλία για λίγες μέρες αναψυχής.

Ομιλείτε ιταλικά;

  • Τσαρλατάνος: Απατεώνας. Προέρχεται από το ιταλικό ρήμα ciarlare, που σημαίνει «φλυαρώ».
  • Αναμπουμπούλα: Αναστάτωση. Προέρχεται από το βενετσιάνικο ηχομιμητικό επίρρημα ala babala που σημαίνει «στον βρόντο».
  • Γκάμα: Η έκταση ενός πράγματος, φάσμα. Προέρχεται από την ιταλική λέξη gamma, που υποδηλώνει την πρώτη νότα της μουσικής κλίμακας.
  • Κάβος: Ακρωτήρι, τμήμα στεριάς δίπλα στη θάλασσα. Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την ιταλική λέξη «cavo», που σημαίνει άκρο.
  • Καρναβάλι: Αποκριάτικες εκδηλώσεις. Εκ του ιταλικού carnevale, που σχηματίζεται από το λατινικό ουσιαστικό carnis (κρέας) και το ρήμα levo (απέχω).
Το μέρος Νο 42 της έρευνας “Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες”. Των Θανάση Αντωνίου, Θώμης Μελίδου και Χαράλαμπου Νικόπουλου (reportage@pegasus.gr) . Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 352, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 23 Νοεμβρίου 2008.