Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Αιμίλιος Βεάκης: Ο ηθοποιός που θα γινόταν βασιλιάς

13 Δεκεμβρίου 1884 ~ 29 Ιουνίου 1951

Έλαμψε με το ταλέντο του στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα σφραγίζοντας με τις μοναδικές ερμηνείες του τα χρυσά χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου. Σε μια εποχή μοναδική για το πλούτο των μεγάλων ηθοποιών, ο Αιμίλιος Βεάκης ήταν –όπως ομολογούν οι ίδιοι οι συνάδελφοί του- ο μεγαλύτερος…

Όταν στο θερινό θέατρο «Τσόχα» στο λιμάνι της Ζέας, το «βασίλειο» του πολύ δημοφιλούς στα τέλη του 19ου αιώνα ηθοποιού Ευάγγελου Παντόπουλου. Στη διάρκεια του έργου όταν ένας ηθοποιός σηκώνει τον λοστό για να χτυπήσει τον πρωταγωνιστή, ο μικρός Αιμίλιος ξεσπάει σε υστερικό κλάμα που αναστατώνει το θέατρο. «Έτσι γνώρισα για πρώτη φορά τον Παντόπουλο χωρίς να φαντάζομαι πως ύστερα από λίγα χρόνια θα είχα τη μεγάλη τιμή να παίζω μαζί του και μάλιστα σε αυτό τον ρόλο του οξύθυμου γιου σηκώνοντας ο ίδιος το λοστό στο θείο του κεφάλι». Αυτή ήταν η πρώτη «επεισοδιακή» γνωριμία του Αιμίλιου Βεάκη με το θέατρο.

Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου του 1884, έμεινε πολύ γρήγορα ορφανός και από τους δύο γονείς, κι έτσι πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε συγγενείς του.

Στα 16 του γράφτηκε στη «Βασιλική Δραματική Σχολή» παρά τις αντιρρήσεις των κηδεμόνων του. Έναν χρόνο μετά αφήνει τις σπουδές και ανεβαίνει στα «παλιοσάνιδα της σκηνής» (όπως θα γράψει στο «Ημερολόγιό» του) στον Βόλο, με τον θίασο της Ευαγγελίας Νίκα, στην κωμωδία του Σαρντού «Ποιους βάζουμε στα σπίτια μας». Τον Σεπτέμβρη με τον ίδιο θίασο ξεχωρίζει πάλι σε έναν κωμικό ρόλο στο έργο «Σαμπινιόλ χωρίς να θέλει». Δεν θα φτάσει όμως ούτε εύκολα ούτε γρήγορα στην κορυφή. Θα συνεχίσει τις περιοδείες για αρκετά χρόνια μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) όπου μάλιστα θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».

Το θέατρο των ονείρων

Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Από τις πιο μεγάλες ερμηνείες του θεωρήθηκε εκείνη του Οιδίποδα στην τραγωδία «Οιδίπους τύραννος» σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη.

Το 1931 συνεργάζεται με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή στα έργα: «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ, «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της Κατίνας Παξινού: «Πρόκειται για τον μεγαλύτερο ηθοποιό του τόπου μας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες». Με τον Μινωτή όμως είχαν συναντηθεί το 1920 στα Χανιά. Ο Βεάκης είχε πάει για να παίξει με τον θίασό του τον «Οιδίποδα Τύραννο» και έβαλε μια αγγελία ζητώντας ηθοποιούς. Παρουσιάστηκε ο Αλέξης Μινωτής, κέρδισε αμέσως τον Βεάκη και πήρε τον ρόλο του κορυφαίου του Χορού. Ο θίασος έφυγε και ο Μινωτής είπε αργότερα: «Μου έμεινε η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου». Ο «παράδεισος» μπορούσε να περιμένει μια δεκαετία για να συνυπάρξουν επί σκηνής Βεάκης, Μινωτής και Παξινού αλλά η πιο ευτυχισμένη συγκυρία είναι ότι η εποχή που καταξιώνεται ως μεγάλος ηθοποιός συμπίπτει με την ίδρυση (το 1932) του Εθνικού Θεάτρου στο οποίο εντάσσεται ο Βεάκης μαζί με τους Μινωτή, Παξινού, Παπαδάκη, Δενδραμή, Γληνό, Νέζερ και πολλούς άλλους. Ανάμεσα στις παραστάσεις που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό θέατρο ήταν το 1933 ο «Οιδίποδας Τύραννος», με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη και το 1938 ο «Βασιλιάς Ληρ» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ο Μάριος Πλωρίτης έχει γράψει με αφορμή εκείνη την παράσταση: «Όσοι δεν είχαν την τύχη να δουν το Βεάκη στη σκηνή, ρωτάνε εμάς τους τυχερούς γιατί λέμε πως ο Βεάκης ήταν τόσο μεγάλος. Πώς να τους εξηγήσεις, όμως; Πώς να περιγράψεις με λόγια τους καταρράχτες του Νιαγάρα λ.χ. ή την έκρηξη του ηφαίστειου της Σαντορίνης; [...]

Την κορυφαία ώρα της πάμπλουτης σταδιοδρομίας του, όταν ερμήνευσε στα 1938 τον Βασιλιά Ληρ, διέψευσε πανηγυρικά τους σαιξπηρολόγους εκείνους που διατείνονται πως η τραγωδία τούτη «δεν μπορεί να παιχτεί» - τόση είναι, λένε, η οξύτητα κι η ένταση των συναισθημάτων του ήρωα. Ο Βεάκης δεν τον έπαιξε μόνο, δεν τα έζησε μόνο, δεν τα μετάδωσε μόνο σ’ όλους μας. Τα εκτίναξε ως την κορφή του σκηνικού ορίζοντα. Στην τρομερή σκηνή της θύελλας, όπου ο αποδιωγμένος γερο-βασιλιάς παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και με τα στοιχειά της φαρμακωμένης ψυχής του, ο Βεάκης ήταν στοιχείο της φύσης ο ίδιος, ήταν θύελλα μέσα στη θύελλα, τυφώνας απέναντι στον τυφώνα - και ο ανεμοστρόβιλος της οδύνης του άρπαζε σύγκορμο τον θεατή, παρασύροντάς τον στην ιλιγγιώδη δίνη της παράκρουσης, της οργής και της αυτογνωσίας του....»

Ο δάσκαλος

Αργότερα θα γίνει και καθηγητής υποκριτικής στην σχολή του Εθνικού. Ήταν εκείνος που ως μέλος της επιτροπής του Εθνικού είπε στον νεαρό Δημήτρη Χορν «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες...» όταν τον άκουσε να απαγγέλλει ένα απόσπασμα από τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Η Βάσω Μανωλίδου αφηγήθηκε την παρακάτω εμπειρία από τη συνεργασία της με τον Βεάκη: «Ήταν στους "Ταπεινούς και καταφρονεμένους", που είχα την εξαιρετική τύχη να παίξω δίπλα στον μεγάλο εκείνο ηθοποιό. Κάθε βράδυ, πριν ανοίξει η αυλαία, μου έκανε εντύπωση ότι το χέρι του ήταν παγωμένο.

Τον ρώτησα: Έχετε κι εσείς τρακ, κύριε Βεάκη; Μου απάντησε: ­"Όσο πιο φημισμένος είναι ένας ηθοποιός, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη του απέναντι στο κοινό"».

Όπως γράφει ο Θεόδωρος Έξαρχος στο βιβλίο «Έλληνες ηθοποιοί»: «Τη σοφία του και τη γνώση που απέκτησε τη μετέδωσε με αγάπη στους νεότερους και όχι μόνο τυπικά στους μαθητές των σχολών όπου δίδαξε. Υπήρξε ο Δάσκαλος ακόμη και για τους ίδιους του συναδέλφους του που είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί του».

Ακόμη και η οικογενειακή ζωή του είχε ενωθεί με το σανίδι της σκηνής. Πρώτη του γυναίκα ήταν η ηθοποιός Μαρία Ράμφου και δεύτερη, η ηθοποιός επίσης, Σμαράγδα Μπόλλα, η οποία έπαιζε σχεδόν πάντα στο πλευρό του, ενώ και τα παιδιά του, η Μαίρη, ο Γιάννης και ο Μίμης ασχολήθηκαν με το θέατρο. Ο Αιμίλιος Βεάκης πάντως εκτός από ηθοποιός "έπαιξε και σε αρκετές ταινίες, τα μόνο οπτικά ντοκουμέντα που έχουμε, έστω και πολύ φτωχά, για το ταλέντο του- ζωγράφιζε, ενώ έγραψε και ποιήματα.

Το θέατρο στην Αντίσταση

Το 1941 τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν εννιά μέρες στις Φυλακές Αβέρωφ. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και τον Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας όπου οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο. Το κοινό τους αποτελούσαν οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών. Μετά το τέλος του Εμφύλιου δεν υπάρχει γι’ αυτόν χώρος στο Εθνικό Θέατρο ενώ τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Το 1947 αποφασίζει να αποχωρήσει από το θέατρο παίρνοντας μια πενιχρή σύνταξη. Τον επόμενο χρόνο όμως δεν άντεξε και μπήκε στο νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο» παίζοντας στα «Χρυσάφι» του Ο’ Νιλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη.

Έχει ενδιαφέρον μια κριτική του συγγραφέα Μ. Καραγάτση για την παράσταση του έργου του Ο’ Νιλ: «Ο θίασος που ανέβασε αυτό το έργο στο θέατρο Περοκέ αποτελείται από είκοσι νεότατους ηθοποιούς που πιθανό να έχουν πολύ τάλαντο όχι όμως αρκετή εμπειρία και ωριμότητα να το αξιοποιήσουν. Κοντά στην υπό αίρεσιν αξία τους στέκεται , εικοστός πρώτος, ο μεγαλύτερος Έλλην ηθοποιός της εποχής μας: ο Βεάκης. Η εντύπωσις της ανισότητος που προκαλεί αυτός ο συγχρωτισμός είναι εξαιρετικά έντονη αλλά και μοιραία. Είναι ανώριμοι οι ηθοποιοί του "Ρεαλιστικού θεάτρου" για να πλαισιώσουν μόνο αυτοί, τον Βεάκη».

Το 1951 την τελευταία χρονιά της ζωής του, το Εθνικό Θέατρο, ύστερα από πολλές διαμαρτυρίες, κάλεσε ξανά τον Βεάκη για να παίξει τους τελευταίους του ρόλους με την Κυβέλη: «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι, μια ζωή». Έφυγε στις 29 Ιούνη από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 67 χρόνων. Ο Αλέξης Σολομός έγραψε τότε: «Την ημέρα της κηδείας του Βεάκη, ήταν τόσος κόσμος στον Άγιο Κωνσταντίνο και στις σκάλες, που ήμουν αναγκασμένος να σταθώ στη γωνιά του πεζοδρομίου Ένας άνθρωπος του λαού πέρασε κοντά μου, κρατώντας ένα δέμα και μερικά εργαλεία. Στάθηκε, βλέποντας το πλήθος και μου είπε: "Τι γίνεται εδώ πέρα;". "Πέθανε ο Βεάκης", του απάντησα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια, και μια έκφραση βαθιάς θλίψης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του: "Ο ηθοποιός;". Ήταν ο τόνος της φωνής του περαστικού; Ήταν η δική μου συγκίνηση; Ποτέ η λέξη "ηθοποιός" δεν μου φάνηκε να ’χει τόσο μεγαλείο όσο εκείνη τη στιγμή...»

Η σιγουριά των ηθοποιών

«Ο Βεάκης δεν ήτανε μονάχα Οιδίπους, δεν ήτανε μονάχα Τόμπης, δεν ήτανε μονάχα Ληρ. Ήταν ένας μεγάλος πλάτανος, που άπλωνε τα κλαδιά του πάνω μας και κουρνιάζαμε στη σκιά του. Η παρουσία του έδινε στο θέατρο του τόπου μας θαλπωρή, σιγουριά κι ένα αίσθημα ανεξαρτησίας. Δεν ανησυχούσαμε για το μέλλον, γιατί υπήρχε ο Βεάκης κι αυτό μας ήταν αρκετό.» Αλέξης Σολομός

H πρώτη παράσταση

  • Ξαφνικά ο μπάρμπας μου άπλωσε το χέρι του και μ΄άρπαξε απ’ τ’ αυτί.
  • Κάτι σου είχα τάξει, αν έπαιρνες με καλό βαθμό το ενδεικτικό σου.

Πήδηξα επάνω.

  • Να με πας στο θέατρο, φώναξα.
  • Πάμε απόψε;

Μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα απ΄ τη χαρά μου. Χωρίς να δώσω απάντηση χύμηξα στην κάμαρα μου. Σ’ ένα λεφτό, στα σκοτεινά με μόνο το φως που ’ριχνε στην κάμαρα το φανάρι του δρόμου, πλύθηκα, ντύθηκα. Τρέμοντας μπας και μετανιώσουν, ύστερα απ’ το φαΐ με κανένα λόγο δεν δέχτηκα να καθίσω στο τραπέζι.
Άρπαξα ένα κομμάτι ψωμί και βρέθηκα στο δρόμο.

  • Θα περιμένω κάτω ώσπου να φάτε».

-Αιμίλιος Βεάκης, «Παρασκήνια»

Πηγές

  • Αιμίλιος Βεάκης, «Παρασκήνια», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005
  • Θεόδωρου Έξαρχου, «Έλληνες ηθοποιοί», εκδόσεις Δωδώνη, 1991
  • Μάριος Πλωρίτης: «Ο ανεπανάληπτος. Μνήμη Αιμίλιου Βεάκη». Το Βήμα της Κυριακής, 31/5/1981
  • Αλέξης Σολομός «Βίος και παίγνιον/Σκηνή " Προσκήνιο " Παρασκήνια» εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1980).
  • Μ. Καραγάτσης, «Κριτική θεάτρου 1946-1960», εκδόσεις Εστία, 1999
Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 368, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 15 Μαρτίου 2009.