Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες Νο73 – Οι Έλληνες και η Γερμανία

Αν και νομίζουμε ότι είμαστε δύο ετερώνυμοι λαοί, το γερμανικό αποτύπωμα βρίσκεται παντού στην καθημερινότητά μας: στο σπίτι, στην εργασία, τη διατροφή, τη νομοθεσία, τη κουλτούρα μας. Οι Γερμανοί είναι της μεθοδικότητας και της πειθαρχίας, οι Έλληνες της χαλαρότητας και της τελευταίας στιγμής˙ τα ετερώνυμα, όμως έλκονται …

Οι δεσμοί της Ελλάδας με τη Γερμανία κρατούν αιώνες. Σχέση, με πολλά σκαμπανεβάσματα θαυμασμού, μίσους, εκτίμησης και συνεργασίας. Η πρώτη γνωριμία ήταν δυσάρεστη: Γερμανικές φυλές το 264 μ.Χ. πυρπολούν την Αθήνα. Αιώνες μετά, οι Γερμανοί θα σταθούν στο πλευρό των Ελλήνων το 1821, με το όραμα ανάστασης της αρχαίας Ελλάδας.

Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, βασιλιάς αναλαμβάνει ο Βαυαρός Όθωνας (1832). Στην καταγωγή του η Ελλάδα χρωστά τα εθνικά της χρώματα, το λευκό και το γαλάζιο, καθώς αυτά ήταν τα επίσημα χρώματα του εμβλήματος της Βαυαρίας. Κι από το γερμανικό πνεύμα της εποχής, που θεμελίωσε το δίκαιο στην Ελλάδα, πηγάζουν τα βασικά στοιχεία της ελληνικής νομοθεσίας, με το αστικό δίκαιο των δύο χωρών να είναι πανομοιότυπο.

Και οι σχέσεις επεκτείνονται. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα Γερμανοί επιχειρηματίες επενδύουν στην Ελλάδα, όπως ο ζυθοποιός Φιξ και ο οινοπαραγωγός Κλάους. Αλλά και Έλληνες δημιουργούν επιχειρήσεις στη Γερμανία, κυρίως καπνού. Ακολουθεί η Κατοχή, που τραυματίζει βαριά τις σχέσεις των δύο λαών. Όχι, όμως, ανεπανόρθωτα. Από το ‘50 και μετά οι δεσμοί οικοδομούνται σε νέες βάσεις, πιο γερές. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες συρρέουν στη Γερμανία, αναζητώντας καλύτερο μεροκάματο. Δουλεύουν στα εστιατόρια και τις φάμπρικες, συμβάλλοντας στην αναγέννησή της μετά τον πόλεμο. Την ίδια ώρα η Ελλάδα γνωρίζει οικονομική άνθηση χάρις στα μεταναστευτικά εμβάσματα που στέλνουν πίσω στην πατρίδα οι μετανάστες.

Το ελληνικό οικονομικό θαύμα της δεκαετίας του ’50 και του ’60 έχει μέσα του πολύ από Γερμανία. Σύντομα αρχίζει η φοιτητική μετανάστευση και δεκάδες χιλιάδες Έλληνες θα σπουδάσουν σε κάποιο γερμανικό πανεπιστήμιο. Η αναθέρμανση των σχέσεων στηρίχτηκε επίσης στον θαυμασμό των Γερμανών πολιτικών για την αρχαία Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο αναμορφωτής της Γερμανίας Κόνραντ Αντενάουερ υπογράμμιζε σε χριστουγεννιάτικο μήνυμα στον λαό του το 1961: «Το μεγαλοφυές στους Έλληνες ήταν ότι αποκάλυψαν με αλάνθαστη ακρίβεια το Θεμελιώδες, το Ουσιώδες, την Αμιγή Ιδέα. Από τους Έλληνες πηγάζει κάθε πνευματική μας ενασχόληση». Και δεν ήταν ο μόνος.

Ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ συνέβαλε στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τόσο που Έλληνες διπλωμάτες διατύπωσαν αργότερα ότι «χωρίς τον Σμιτ, η Ελλάδα δε θα είχε ενταχθεί τόσο σύντομα». Σήμερα η Γερμανία μαζί με την Ιταλία αποτελούν τους μεγαλύτερους εμπορικούς συνεργάτες της Ελλάδας, εκατοντάδες εστιατόρια στη Γερμανία ανήκουν σε ομογενείς, ενώ στην Ελλάδα είναι εγκατεστημένες περίπου 150 γερμανικές επιχειρήσεις που απασχολούν περί τους 37.000 εργαζομένους. Και οι δεσμοί δεν ρίχνουν αυλαία εδώ. Τη Γερμανία προτιμούν ως τουριστικό προορισμό 3 στους 10 Έλληνες, με τους Γερμανούς που επισκέφθηκαν τη χώρα μας να φθάνουν, σύμφωνα με το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, τα 2,3 εκατ. το 2007.

Επιχειρείν και τέχνη

Το Reportage μίλησε με τον Μάρτιν Κναπ, γενικό διευθυντή του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, έναν Γερμανό που μιλά άπταιστα ελληνικά. Από φοιτητής, έχει ζήσει 20 και πλέον χρόνια στη χώρα μας, κουβαλώντας μνήμες που θα τον συνοδεύουν πάντα, όπως «το μελαγχολικό μολυβένιο χρώμα που έχουν τα χειμωνιάτικα σύννεφα στο Αιγαίο», όπως είπε πριν περάσουμε στο διά ταύτα: «Πόσο έχουν επηρεαστεί οι Έλληνες από τον γερμανικό τρόπο ζωής, που φημίζεται για την πειθαρχία του, και πόσο τον έχουν επηρεάσει;», ρωτάμε. «Οι δυτικοευρωπαϊκές επιδράσεις στον τρόπο ζωής των Ελλήνων είναι οφθαλμοφανείς», απαντά και διευκρινίζει: «Δυσκολεύομαι, όμως, να διακρίνω ποια στοιχεία είναι γερμανικά, αγγλικά ή γαλλικά.

Από την άλλη, χωρίς τους αμέτρητους αφηρημένους όρους που οι ευρωπαϊκές γλώσσες δανείστηκαν από την αρχαία ελληνική, η σκέψη μας θα ήταν μάλλον πρωτόγονη! Για την επίδραση των νέων Ελλήνων πρέπει να ψάξεις λίγο παραπάνω. Πιστεύω, όμως, ότι μαζί με τους άλλους μεσογειακούς μετοίκους στη Γερμανία, οι Έλληνες συνέβαλαν σε κάποια χαλάρωση του γερμανικού τρόπου ζωής», υποστηρίζει. Κατόπιν τον ρωτάμε τι είναι εκείνο που τον εντυπωσιάζει στους Έλληνες Η απάντησή του περιγράφει την ελληνική ιδιοσυγκρασία: «Η ικανότητα να αυτοσχεδιάζουν και να λύνουν προβλήματα εν ριπή οφθαλμού, αν θέλουν, βέβαια, να τα λύσουν. Κλασικό παράδειγμα είναι οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όπου λίγο προτού ξεκινήσουν, όλοι οι μη εξοικειωμένοι με τα ελληνικά πράγματα προέβλεπαν ένα μεγάλο φιάσκο. Τελικά, όμως τα καταφέρατε θαυμάσια».

Και από έναν Γερμανό με ελληνική παιδεία σε έναν Έλληνα με γερμανική. Ο Γεώργιος Τσάνταλης, αντιπρόεδρος της ομώνυμης οινοποιίας, σπούδασε χημικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Καρλσρούης και είναι διδάκτωρ Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Καρλσρούης. Εκεί έμαθε από πρώτο χέρι τι σημαίνει γερμανική μεθοδικότητα και αποτελεσματικότητα, μας εξομολογείται. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, έφερε μαζί του και τη γερμανική νοοτροπία. «Χάρη σε αυτήν η Ε. Τσάνταλης ΑΕ είναι η πρώτη σε τζίρο οινοποιία της Ελλάδας. Παράλληλα, εξάγουμε σε 48 χώρες ελληνικά κρασιά και αποστάγματα (ούζο και τσίπουρο). Η Γερμανία είναι με διαφορά η χώρα που απορροφάει το μεγαλύτερο κομμάτι των εξαγωγών μας». Εύλογα, τον ρωτάμε αμέσως πώς είναι η συνεργασία με τους Γερμανούς.

«Οι Γερμανοί συνεργάτες μας είναι τυπικοί, μεθοδικοί και ειλικρινείς στις συμφωνίες και στις διαπραγματεύσεις τους. Έχουν πειθαρχία. Δεν αναλαμβάνουν εύκολα ρίσκο. Αποτελούν, όμως, επαγγελματική σιγουριά για το μέλλον, υλοποιώντας με συνέπεια μακροχρόνιες εμπορικές συμφωνίες. Θα έλεγα, έχουμε γίνει και εμείς μέσα από τη μακροχρόνια συνεργασία με γερμανικούς οίκους «Γερμανοί» στις συναλλαγές μας, όχι μόνο μαζί τους αλλά και με όλους τους πελάτες μας», σημειώνει.

Η γερμανική μεθοδικότητα δεν είναι όμως ο μοναδικός τομέας για τον οποίο ο Γεώργιος Τσάνταλης τρέφει εκτίμηση. Εκτός από ικανός επιχειρηματίας είναι και γνώστης της γερμανικής κουλτούρας. «Οι επιρροές της ελληνικής σκέψης και όλου του κόσμου, από τις γερμανικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό, είναι αναμφισβήτητες. Προσωπικότητες όπως ο Μαρξ, ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, ο Ενγκελς, εφευρέτες όπως ο Γαβριήλ Φαρενάιτ, ο πατέρας της τυπογραφίας Γουτεμβέργιος και ερευνητές-επιστήμονες όπως ο Αϊνστάιν ήταν Γερμανοί και πρωτοπόροι στον τομέα τους. Τα μουσικά έργα των Μπετόβεν, Μότσαρτ, Μπραμς, Στράους, Βάγκνερ είναι από τα πολυτιμότερα που διαθέτει ο σύγχρονος πολιτισμός. Συγγραφείς όπως ο Μπρεχτ, ο Σίλερ, ο Έσε, οι αδερφοί Γκριμ, ο Τόμας Μαν δημιούργησαν τις δικές τους σχολές σκέψης. Και, βέβαια, ο Γκαίτε, που με τον «Φάουστ» δημιούργησε ένα έργο απαράμιλλης δεξιοτεχνίας που συγκλόνισε και συγκλονίζει την ανθρωπότητα».

Αλλιώτικη ματιά

Όλα αυτά αποτέλεσαν εφαλτήριο για τον Κώστα Τσόκλη, τον Έλληνα ζωγράφο, να ζήσει στη Γερμανία μία διετία, την εποχή που το ιστορικό πια τοίχος χώριζε το δυτικό με το ανατολικό Βερολίνο. Του ζητάμε να μας μιλήσει για τη χώρα αυτή ως μνήμη, ως τόπο αναφοράς, ως κέντρο ζύμωσης της τέχνης του. Ο λόγος του είναι μεστός βιωμάτων, καθρέφτης των ανατροπών που συντελέστηκαν στις ελληνογερμανικές σχέσεις μέσα στον χρόνο.

«Η πρώτη επαφή με τους Γερμανούς είναι το 1941, όταν παιδί, μαζί με τον λίγο μεγαλύτερο αδελφό μου, ανάμεσα σε ένα πλήθος θλιμμένων Ελλήνων, βλέπουμε τους πρώτους Γερμανούς μοτοσικλετιστές να μπαίνουν στην Αθήνα. Μίσος και θαυμασμός στην παιδική μου ψυχή. Μίσος για αυτούς που μας ταπείνωναν, αναιρώντας τον ενθουσιασμό της νίκης μας κατά των Ιταλών στην Αλβανία, θαυμασμός για αυτά τα παράξενα όντα με τις μοτοσικλέτες, τα όπλα, τα κράνη.

Γρήγορα η λέξη «Γερμανός» γίνεται συνώνυμο της πείνας και του θανάτου. Ο ήχος από τις πεταλωμένες αρβύλες στοιχειώνουν τον ύπνο μας και στερούν την ξενοιασιά της ζωή μας. Αλήθεια πόσες χιλιάδες σφαίρες έχουν ρίξει τα πολυβόλα τους επάνω μου από τον Λυκαβηττό, όταν πανηγύριζα κι εγώ σαν παιδί μπροστά στα φλεγόμενα γράμματα «ΕΑΜ, ΕΛΛΑΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» που είχαν στήσει οι αγωνιστές των πόλεων στον λόφο του Στρέφη.

Μια μέρα αυτά τα εχθρικά όντα (δεν φανταζόμασταν ότι κάτω από τις στολές υπήρχαν άνθρωποι) εγκαταλείπουν σαν κλέφτες την Αθήνα. Τότε ζω, μαζί με χιλιάδες Αθηναίους την πιο πολύτιμη γιορτή. Έπειτα οι πληροφορίες για τα εγκλήματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μάς προκαλούν όχι πια μίσος αλλά απέχθεια. Και αναπάντεχα, πρώτα ο Γκαίτε, μετά ο Μπρεχτ, οι Γερμανοί εξπρεσιονιστές κι αργότερα ο Μπόις, ο Ρίχτερ, τα «Ντοκουμέντα» του Κάσελ.

Ζω τότε στο Παρίσι. Γερμανοί συλλέκτες αρχίζουν να αγοράζουν τα έργα μου. Εκθέσεις στη Γερμανία, θετικές κριτικές. Μια μέρα ήρθε πρόσκληση να δουλέψω στο Βερολίνο για έναν χρόνο. Πηγαίνω. Και βρίσκομαι ξαφνικά σε μια πόλη που δεν χωρά στο πετσί της, που σφύζει από ζωή και από τέχνη, γεμάτη πάθος ερωτικό, γεμάτη ακρότητες που μπορούν να σε παρασύρουν. Στην αρχή μόνος και μετά με την Ελένη και τη Μάγια. Θερμή υποδοχή. Εργαστήρι μελαγχολικό, διάτρητο ακόμη από τις σφαίρες του πολέμου, σκοτεινό, άβολο. Δουλεύω πολύ εκεί και κάνω κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά έργα μου. Το διαμέρισμα, σε νεόδμητη πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης, καθαρό, βολικό, ανθρώπινο.

Παρά τη δυσκολία επικοινωνίας λόγω γλώσσας, γνωρίζω ωραίους ανθρώπους, φιλόξενους, ανοιχτούς, μορφωμένους. Κάποιοι ξέρουν καλύτερα την αρχαία Ελλάδα από εμένα. Κάποιοι μιλούν ελληνικά. Μας καλούν τις Κυριακές στα σπίτια τους, όπου περνάμε όλη την ημέρα. Όλα ανοιχτά για όλους. Δωρική απλότητα, παρά τον εμφανή πλούτο. Υποστήριξη που δεν είχα ούτε από τη μάνα, που με γέννησε. Οταν τελειώνει η υποτροφία μου, την ανανεώνουν αμέσως. Ετσι μένουμε σχεδόν δύο χρόνια. Πριν φύγω, μου οργανώνουν μεγάλες μουσειακές εκθέσεις στο Βερολίνο και στο Ντίσελντορφ. Πώς να τους ξεχάσω; Ξαναγύρισα πολλές φορές στη Γερμανία, πάντα για δουλειά. Νομίζω πως από τότε που ζούσα κοντά τους, οι Γερμανοί έχουν αλλάξει. Ξαναβρήκαν την περηφάνια τους, που ελπίζω να μη μετατραπεί ποτέ πια σε μεγαλομανία».

Εισαγωγές

  • Στον δρόμο τα Ford, Volkswagen, Audi και τα πιο πολυτελή BMW, Mercedes, Porsche.
  • Στο σπίτι οι συσκευές Miele, Siemens και παλαιότερα Grundig, Telefunken.
  • Στη διασκέδαση οι τόσες και τόσες γερμανικές ετικέτες μπίρας και ο κατάλογος των προϊόντων με γερμανική υπογραφή που καταναλώνει ο Έλληνας είναι μακρύς.
  • Στη διατροφή η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής μας σε γάλα μακράς διαρκείας.

Εξαγωγές

  • Στην ένδυση εξάγουμε κυρίως μάλλινα ενδύματα αλλά και μεγάλες ποσότητες πλεκτών.
  • Στη διατροφή η Ελλάδα προμηθεύει τη Γερμανία με φρούτα και λαχανικά, τα οποία απολαμβάνουν μεγάλης προτίμησης.
  • Επίσης, ιδιαίτερα δημοφιλή είναι τα γαλακτοκομικά μας, κυρίως η φέτα.
  • Τέλος, ελληνικά κρασιά και ούζο δεν λείπουν από εστιατόρια και κάβες.

Θέλουμε τα γερμανικά μας

  • Μαθαίνοντας τη γερμανική γλώσσα ανατρέφεται η νέα «σοδειά» των Ελλήνων. Από το 1997 τα γερμανικά διδάσκονται μαζί με τα γαλλικά σχεδόν σε όλα τα Γυμνάσια και στα περισσότερα Λύκεια. Την τελευταία τριετία μπήκαν και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι περισσότεροι υποψήφιοι για το Κρατικό Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας, σύμφωνα με το Υπουργείο Παιδείας, εξετάζονται στα αγγλικά και ακολουθούν στη δεύτερη θέση προτίμησης τα γερμανικά. Το γεγονός αυτό τονίζει ο Ασημάκης Κωνσταντόπουλος, καθηγητής γερμανικών και πρόεδρος του Συλλόγου Καθηγητών της Γερμανικής Γλώσσας στην Ελλάδα, που ανάμεσα σε άλλα ισχυρίζεται ότι τα γερμανικά όχι μόνον κερδίζουν συνεχώς έδαφος στις προτιμήσεις των Ελλήνων, αλλά οι Έλληνες που γνωρίζουν γερμανικά αποτελούν το 40% των γερμανομαθών σε παγκόσμιο επίπεδο!

Ομιλείτε γερμανικά;

  • Βλάχος: Ο άξεστος. Προέρχεται από τη λέξη Wallah, που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για να περιγράψουν τους «άλλους», τους μη Γερμανούς.
  • Αλτ!: Σταμάτα! Προέρχεται από το στρατιωτικό παράγγελμα «Halt!» των Γερμανών φρουρών.
  • Σνίτσελ: Λεπτές φέτες κρέατος που τηγανίζονται αφού τις βουτήξουμε σε χτυπημένο αβγό και τις πασπαλίσουμε με τριμμένη φρυγανιά -Schnitzel.
  • Στουκάρω: Πέφτω πάνω σε κάτι. Προέρχεται από τη γερμανική λέξη Stuka, σύντμηση της Sturzkampfflugzeug, που σημαίνει βομβαρδιστικό αεροπλάνο κάθετης εφόρμησης.

Στα γήπεδα της Γερμανίας

  • Παράδοση έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται στα πρωταθλήματα της Γερμανίας. Η έλευση του Ότο Ρεχάγκελ στον πάγκο της Εθνικής και η κατάκτηση του Euro άνοιξε τον δρόμο για να δοκιμάσουν την τύχη τους οι: Β. Τσάρτας, Α. Χαριστέας, Ν. Λυμπερόπουλος, Φ. Γκέκας, Λ. Καπάνταης, Γ. Θεοδωρίδης, Α. Τζιώλης και Κ. Κωνσταντινίδης.

Εδώ Ντόιτσε Βέλε

  • Ραδιοφωνικό μέσο αντίστασης. Η Ελλάδα δεν το βάζει κάτω στη Χούντα των Συνταγματαρχών (1967-1974) και συντονίζεται στα βραχέα με την ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle για να ακούσει τις δηλώσεις εξόριστων πολιτικών και τα σχόλια των συντακτών ενάντια στη δικτατορία. Η εκπομπή εξέπεμψε για πρώτη φορά από την Κολονία στις 13/4/64. Σήμερα μεταδίδεται κάθε μεσημέρι από τη Βόνη και αναμεταδίδεται δορυφορικά από 45 σταθμούς σε όλον τον κόσμο.
Το μέρος Νο 73 της έρευνας “Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες”. Των Θανάση Αντωνίου, Θώμης Μελίδου και Χαράλαμπου Νικόπουλου (reportage@pegasus.gr). Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 386, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 19 Ιουλίου 2009.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Σωτηρία Μπέλλου: Η Παναγία των περιθωριακών

29 Αυγούστου 1921 ~ 27 Αυγούστου 1997

Η πορεία της ήταν μια σύνθεση μοναδικών αντιθέσεων. Συνταίριαζε την απογοήτευση με μια πειστική απάντηση για δικαίωση, το λαϊκό με το αστικό, το περιθωριακό ρεμπέτικο με το κοινωνικά αποδεκτό. Και όλα αυτά από μια τελειομανή τραγουδίστρια που ήθελε να είναι καθολικά αναγνωρισμένη, αλλά και να ζει –πάντα- στο περιθώριο…

Ηταν η πρώτη γυναίκα που αξίωσε -και ως ένα βαθμό πέτυχε- μια ισότιμη σχέση στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού, που πάλεψε αποφασιστικά για να κερδίσει μια πρωταγωνιστική θέση μέσα σε έναν αφιλόξενο κόσμο ανατολίτικης ανδροκρατίας, που διεκδίκησε δυναμικά τη θέση της στο λαϊκό πάλκο ανοίγοντας τον δρόμο και για άλλες σύγχρονές της τραγουδίστριες.

Μια πρώιμη -θα έλεγε κανείς- φεμινίστρια, ρωμαλέα και μαχητική, η οποία έμελλε να καθιερωθεί ως η εξέχουσα γυναικεία φωνή του ρεμπέτικου. Λιτή και δωρική στη σκηνή, εκρηκτική, απρόβλεπτη και ασυμβίβαστη στην καθημερινή της ζωή ακολούθησε μια πορεία ακραία προσωπική χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις. Αλίμονο όμως.

Αυτή την απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη αίσθηση της ελευθερίας -στην οποία πίστευε με μία θρησκευτική σχεδόν προσήλωση- θα την πλήρωνε ακριβά με την ύστερη μοναξιά, την απομόνωση, την πρόσκαιρη -έστω- λησμονιά των τελευταίων χρόνων. Και ας ισχύει συνήθως ένας άγραφος νόμος: εκείνο που αξίζει δεν θα χαθεί.

Η Σωτηρία Μπέλλου γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά, λίγο έξω από τη Χαλκίδα. Ο πατέρας της Κυριάκος ήταν ένας εύπορος καταστηματάρχης τροφίμων και η μητέρα της Ελένη ήταν κόρη παπά. Κάπως έτσι η μικρή Σωτηρία, κοντά στον παππού της, θα έρθει σε επαφή με τους ψαλμούς από πολύ νωρίς. Η βυζαντινή μουσική και οι εκκλησιαστικοί ήχοι έμελλε να επηρεάσουν τον παιδικό ψυχισμό της και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες για να ξεδιπλωθεί αργότερα το εκρηκτικό ερμηνευτικό της ταλέντο: «Με μάγευαν από παιδί εκείνοι οι ήχοι. Οι φωνές των ψαλτάδων ακουμπούσαν την ψυχή μου. Οταν θα μεγάλωνα λίγο, σκεφτόμουν, θα μπορούσα και εγώ να ψέλνω», θα θυμηθεί αρκετά χρόνια μετά.

Εκείνη, πάντως, την εποχή συνέβη και κάτι ακόμα που την επηρέασε όσο τίποτα άλλο: είχε πάει στον κινηματογράφο να δει την «Προσφυγοπούλα», με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Βέμπο. Εκεί, μέσα στην αίθουσα προβολής, όταν είδε τις μαυρόασπρες σκιές να αποκαλύπτουν τη μυθική Βέμπο να κιθαρωδεί αισθάνθηκε μαγεμένη, αλλά και τόσο συνεπαρμένη από τη φωνή της ώστε να πει: «πάει και τελείωσε θα γίνω τραγουδίστρια...».

Οι γονείς της ήδη ανησυχούσαν με αυτό το όμορφο και ατίθασο κορίτσι που έκανε ό,τι ήθελε: ξεπόρτιζε, συναναστρεφόταν με κακές παρέες, αλήτευε. Ωσπου στα δεκαέξι της θα σημαδευτεί η ζωή της ανεπανόρθωτα από τις ατυχείς σχέσεις της με τους άντρες. Μετά από έναν αποτυχημένο αρραβώνα, τη ζητάει ένας ελεγκτής των λεωφορείων και τελικά παντρεύονται τον Οκτώβρη του ’38. Ομως δεν θα σταθεί άξιος για τη Σωτηρία: τη χτυπά, την οδηγεί σε αποβολή από το ξύλο, την απατά.

Σε έναν έντονο καβγά τους του ρίχνει βιτριόλι στο πρόσωπο και καταλήγει στις φυλακές. Η οικογένειά της στιγματίζεται στην τοπική κοινωνία. Οταν μετά τη φυλακή επιστρέφει στη Χαλκίδα σε ένα τσακωμό με τον πατέρα της θα της πει: «πόρνη θα καταντήσεις». Η κουβέντα αυτή ήταν πολύ βαριά για τη νεαρή κοπέλα που το παίρνει απόφαση και φεύγει οριστικά για την Αθήνα. Μια περιπετειώδης ζωή σαν μυθιστόρημα ανοιγόταν μπροστά της, μία ζωή -ωστόσο- η οποία δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση παραμυθένια.

Στις 29 Οκτωβρίου του 1940, μια μέρα μετά την κήρυξη του πολέμου με τους Ιταλούς, μπήκε στο τρένο παρέα με τα λιγοστά της υπάρχοντα, την κιθάρα της και με φαντάρους που κατέβαιναν για την γενική επιστράτευση, με προορισμό την Αθήνα. Η Κατοχή τη βρήκε οργανωμένη στο ΕΑΜ να πολεμάει τους Γερμανούς κατακτητές: Τα μπουντρούμια και τα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν θα τα ζήσει από κοντά. Οσο για τη μάχη της επιβίωσης αποδεικνύεται καθημερινή και ανελέητη.

Δουλεύει σαν υπηρέτρια, στη λάντζα, κάνει μικρεμπόριο, πουλάει τσιγάρα, ενώ παράλληλα παίζει κιθάρα σε παρέες και για χαρτζιλίκι σε μικρά ταβερνάκια. Πήγαινε στα τότε κέντρα που σύχναζαν Γερμανοί και χαφιέδες -ο λαός δεν είχε τη δυνατότητα να διασκεδάζει- και τραγουδούσε για ένα πιάτο φαΐ, τραγούδια λαϊκά, καθώς και «ευρωπαϊκά» της αγαπημένης της Βέμπο.

Οι συνθήκες της ζωής της ήταν ασφυκτικές αλλά τα πράγματα θα γίνουν ακόμη χειρότερα όταν από το νυχτερινό σεργιάνι στις ταβέρνες θα βρεθεί στις μάχες της Αθήνας το Δεκέμβρη του ’44. «Ημουν με τους αριστερούς και σε μια μάχη κοντά στην Ομόνοια, τραυματίστηκα στο χέρι», θυμάται για να καταλήξει με πικρία: «Δεν φτάνει που μας έδερναν και μας σκότωναν οι Γερμανοί, μετά άρχισαν και οι δικοί μας». Μάλιστα, τότε πολλοί πίστεψαν ότι είχε σκοτωθεί και όταν εμφανίστηκε στη Χαλκίδα με τη στολή του ΕΛΑΣ οι γονείς της τα έχασαν.

Η Σωτηρία, πάντως επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα του εμφυλίου, του διχασμού, των εκτελέσεων και συνέχισε -κυρίως για βιοποριστικούς λόγους- τις εμφανίσεις στα καπηλειά και τις ταβέρνες. Πρόκειται για μια εποχή ζοφερή, χωρίς περιθώρια για κάποια προοπτική, για μία ισχνή, έστω, ελπίδα. Και όμως, σε μια από αυτές τις ταβέρνες την άκουσε ο συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης -επιστήθιος φίλος του Βασίλη Τσιτσάνη- ο οποίος εντυπωσιάστηκε τόσο που της είπε: «Πού ήσουνα, βρε κορίτσι μου, εσύ;».

Με τη μεσολάβησή του την ακούει ο Τσιτσάνης και ηχογραφούν τραγούδια που έγραψε για τη φωνή της. Στα 26 της, πια, θα ανέβει για πρώτη φορά σε πάλκο, μαζί με τον μεγάλο συνθέτη, στου «Τζίμη του Χοντρού». Αυτή υπήρξε, με δυο λόγια, η αρχή μιας ιλιγγιώδους καλλιτεχνικής διαδρομής που θα της επιφύλασσε τεράστιες επιτυχίες και θα την καθιέρωνε ώς τη μεγάλη αρχόντισσα του ρεμπέτικου, τη μοναδική, τη γνήσια, την τραγική που με τις ερμηνείες της καθήλωνε το κοινό εκφράζοντας μέσα απ’ το ηχόχρωμά της μια απογοήτευση βαθιά και διαπεραστική, απόλυτα αισθαντική και γι’ αυτό ενωτική.

Στα χρόνια που ακολουθούν -από το 1947 έως το 1952- η Σωτηρία Μπέλλου θα ερμηνεύσει σπουδαίες επιτυχίες, θα ανέβει σε πολλές πίστες, θα συνεργαστεί με κλασικούς πια συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού και θα ηχογραφήσει περισσότερα από 120 τραγούδια των Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη, Μητσάκη, Μπακάλη και άλλων: «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Καβουράκια».

Η ερμηνευτική της προσωπικότητα συνδύαζε μοναδικά τον ακριβή τονισμό των λέξεων με την κοφτή εκφορά των καταλήξεων, το μεγάλο βάθος της φωνής με τον σίγουρο, ζωηρό και επιβλητικό τόνο, τη βυζαντινότροπη ψαλτική με μια αγέρωχη -θα έλεγε κανείς- μαγκιά. Δεν υπάρχει λαϊκό τραγούδι που να το ερμήνευσε η Μπέλλου και να απέδωσε εκφραστικότερα άλλος τραγουδιστής.

Και όμως, ενώ οι συνθήκες έμοιαζαν πλέον ιδανικές για την ίδια θα ακολουθούσε μια μακρά καταστροφική περίοδος όπου ηχογραφεί ελάχιστα τραγούδια, κατεβαίνει από το πάλκο και μπλέκει με το ασίγαστο πάθος της: τον τζόγο. Ο,τι έβγαζε είτε το χάριζε σε όσους είχαν ανάγκη, είτε το σπαταλούσε στο μπαρμπούτι.

Για δώδεκα και πλέον χρόνια παραμένει αιχμάλωτη μιας έντονα αυτοκαταστροφικής διάθεσης. Και βέβαια δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την εκμεταλλεύτηκαν. Βαθιά μέσα της, ωστόσο, ήθελε να επανέλθει. Ετσι, το 1965 η Σωτηρία ανεβαίνει και πάλι στο πάλκο και την επόμενη χρονιά κάνει και τη δισκογραφική της επάνοδο στη «Λύρα» με το δίσκο «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου».

Θα ακολουθήσει μια δεύτερη καριέρα, μια ολόκληρη σειρά από 12 δίσκους που κυκλοφόρησαν από το 1966 ώς το 1980, οι οποίοι την έκαναν γνωστή στις νεότερες γενιές. Η Σωτηρία τραγουδάει παλιά ρεμπέτικα αλλά παράλληλα επιχειρεί αρκετά τολμηρά ανοίγματα στην ερμηνευτική της γκάμα με σημαντικότερες στιγμές το «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου, τη «Φάμπρικα» του Γιάννη Μαρκόπουλου, τον δίσκο «Λαϊκά Προάστια» των Ηλία Ανδριόπουλου και Μιχάλη Μπουρμπούλη. Καταφέρνει σταδιακά να κάνει και κάποιες οικονομίες, αλλά και μερικά ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν αφήνει εντούτοις την αναπόδραστη, όπως αποδείχτηκε, εμμονή της, τα ζάρια, η οποία θα την κατέστρεφε.

Στο μεταξύ, από το 1973 και για περισσότερο από μία δεκαετία δουλεύει στο «Χάραμα» μαζί με τον Τσιτσάνη. Αυτά είναι τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της μεγάλης ερμηνεύτριας, της «Παναγίας των περιθωριακών» όπως την αποκάλεσε κάποτε η εφημερίδα «Monde». Το 1991 ηχογράφησε τα τελευταία της τραγούδια ενώ το 1993 αποσύρθηκε οριστικά.

Η τραγική περιπέτεια της υγείας της που ακολούθησε σίγουρα δεν της άξιζε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Θα χάσει τη φωνή της, τα λεφτά της, τα πάντα και θα οδηγηθεί ετοιμοθάνατη και ολομόναχη στη ζητιανιά ώσπου στις 27 Αυγούστου 1997 φεύγει για πάντα από τη ζωή.

Ηταν το τέλος μιας γυναίκας που ήθελε να ζει αδέσμευτη στο περιθώριο, σαν μία αληθινή ρεμπέτισσα. Η ειρωνεία είναι ότι με τις ερμηνείες της ήταν εκείνη που έβγαλε το ρεμπέτικο από αυτό το περιθώριο, που του προσέδωσε μία λάμψη διαχρονική- όπως ακριβώς ταιριάζει στην αξεπέραστη έκφραση της γνήσιας προσωπικής οδύνης η οποία γίνεται, κατά κανόνα, καθολικά αποδεκτή...

Τα λεφτά και οι άλλοι

Η σχέση της με την αποταμίευση ήταν μάλλον ανύπαρκτη. Αλλοτε την αμοιβή της τη σκορπούσε στα ζάρια, άλλοτε βοηθούσε κανέναν φτωχό ή κέρναγε κανέναν μερακλή. «Δεν αγαπάω τα λεφτά, τα χρειάζομαι. Κι όταν έχω και τα χρειάζονται άλλοι περισσότερο από μένα, δεν με νοιάζει και να τα δώσω όλα. Εχω βοηθήσει πολύ κόσμο, αλλά λίγοι το αναγνωρίζουν», έλεγε. «Από τα πρώτα χρόνια της καριέρας μου είχα το καλύτερο μεροκάματο. Αλλά ήμουν και η πιο ευάλωτη. Αν μου έλεγε το αφεντικό ότι είχε δυσκολίες, δεν σκοτιζόμουν και πολύ, του τα χάριζα».

Οταν γνώρισε τον Νιόνιο

Το 1972 ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει ένα εξαιρετικό τραγούδι, το «Ζεϊμπέκικο», και δύο χρόνια μετά ζητάει από τον Πατσιφά να μεσολαβήσει για να το ερμηνεύσει η Σωτηρία. «Πράγματι», θυμάται ο συνθέτης, «ήρθε στο στούντιο της Κολούμπια η Σωτηρία, η οποία είχε μάθει το τραγούδι με τη Μαργαρώνη, την πιανίστα του Τσιτσάνη. Δεν είχα ανακατευτεί καθόλου στην εκμάθηση. Ηρθε λοιπόν στο στούντιο, μπήκε μέσα, το τραγούδησε και το τραγούδησε έξοχα. Εμεινα συγκινημένος. Ελεγα μέσα μου: «να, επιτέλους κατάφερα κι εγώ να γράψω ένα λαϊκό κομμάτι». Βγήκε από το στούντιο και μου λέει: «Να ’σαι καλά βρε Διονύση, που μ’ έκανες και τραγούδησα ροκ». Κόκαλο εγώ».

Του Γιώργου Βαϊλάκη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 365, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 22 Φεβρουαρίου 2009.

Δημήτρης Πικιώνης: Ο ποιητής της Αρχιτεκτονικής

1887 ~ 28 Αυγούστου 1968

Αρχιτέκτονας και παράλληλα ζωγράφος, ποιητής, φιλόσοφος και στοχαστής, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο επιμένοντας να διδάσκει την ευαισθησία και τον σεβασμό στο περιβάλλον όταν γύρω του αποθέωναν το κέρδος και την κακογουστιά. Η κληρονομιά του είναι μερικές από τις ελάχιστες οάσεις αρχιτεκτονικής ομορφιάς της «έρημης πόλης» …

Αναζητώντας τον ιδανικό ορισμό για μια φυσιογνωμία όπως ο Δημήτρης Πικιώνης, επιλέγουμε τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη: «Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις».

Πολυσύνθετη προσωπικότητα, ο Πικιώνης προτίμησε να κρατήσει φυλαγμένη μέσα του τη μεγάλη του αγάπη για τη ζωγραφική, αλλά παρέμεινε πάντα μια καλλιτεχνική φύση που επέλεξε να υπηρετήσει την αρχιτεκτονική με την ψυχή ενός ποιητή και ζωγράφου. Οταν άρχισε να ασχολείται με την αρχιτεκτονική, οι εποχές ήταν δύσκολες. Το «μπόλιασμά» της με τα σύγχρονα τότε ρεύματα ήταν πολυτέλεια. Ακόμη πιο σκληρές αποδείχτηκαν όμως οι δεκαετίες της «ανοικοδόμησης» τότε που η τέχνη και η ευαισθησία ήταν υπό διωγμόν μέσα στον πυρετό του κέρδους και την εξυπηρέτηση των μικρών και μεγάλων συμφερόντων (επιτομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας της αρχιτεκτονικής -και όχι μόνον). Ο Πικιώνης, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει ότι το περιβάλλον, δηλαδή η ζωή μας, έχει περισσότερο ανάγκη την ομορφιά από τα κέρδη, ακόμη κι όταν γύρω του «γκρέμιζαν τα τείχη» ενός κόσμου με ανθρώπινο πρόσωπο.

Η αγάπη για τη ζωγραφική

«Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά. Οι γονείς μου κατάγονταν από τη Χίο. Στον πατέρα μου, γιο καραβοκύρη, από νωρίς είχε φανερωθεί η κλίση του στη ζωγραφική... Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με τον θείο μου το Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ’ ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Οσο για τη μητέρα μου, ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας. Είναι των ηθικών και καλλιτεχνικών τούτων ροπών που αισθάνομαι την κληρονομιά μέσα μου, κάποτε αρμονικά ενωμένων συναμεταξύ τους, κάποτε εναγώνια διχασμένων κι αντιτιθεμένων».

Από πολύ νωρίς ένιωσε μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική. Σ’ αυτήν αφιέρωσε ένα μεγάλος μέρος των σπουδών και της ζωής του ολόκληρης. Κι όμως, ποτέ δεν έβγαλε στο φως τους πίνακές του, τους οποίους ανακάλυψε η κόρη του, Αγνή Πικιώνη. «Το 1958, με αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου -όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της- αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέλα. Ο Πικιώνης δεν θέλησε ποτέ να παρουσιάσει το ζωγραφικό του έργο. Ισως θεώρησε ότι η ζωγραφική του ήταν απλώς μια άσκηση για τη διαμόρφωση της συνεχώς διαφοροποιούμενης καλλιτεχνικής του εμπειρίας».

Ο Σεζάν και η μεγάλη απόφαση

Το 1904 μπαίνει στο Πολυτεχνείο για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Απέναντι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, φοιτούσε ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, με τον οποίο γίνονται στενοί φίλοι. Λίγο καιρό αργότερα χτυπάει την πόρτα του Παρθένη εφοδιασμένος με ένα συστατικό γράμμα και κάποια σχέδια. Ο μεγάλος ζωγράφος τον δέχεται για μαθητή -ήταν ο πρώτος μαθητής που είχε ποτέ. Ηταν εκείνος που έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να πάει στο Μόναχο το 1908 για να συνεχίσει τις σπουδές του στο σχέδιο και τη γλυπτική. Αρκούν, όμως, τρεις πίνακες του Σεζάν που θα δει για να μετακομίσει τον επόμενο κιόλας χρόνο στο Παρίσι, όπου θα μείνει ώς το 1912. Τότε φτάνει η ώρα της επιστροφής και της δύσκολης απόφασης:

Ο δρόμος που ακολουθούσα, τό ‘νιωθα, ήταν μακρύς, μακρύτερος απ’ τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά... Στενεμένος από την αδήριτη τούτη ανάγκη, επήρα την σκληρήν απόφαση ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής».

Επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύεται ως λοχαγός του Μηχανικού. Συνεχίζει τις μελέτες του επικεντρώνοντας στη λαϊκή τέχνη και παράδοση. Αντιγράφει σχέδια σπιτιών, αντικείμενα από μουσεία και συλλογές. Μέσα από τις αναζητήσεις του γίνεται φίλος με τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, αργότερα με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα (μαζί θα ιδρύσουν το περιοδικό «Τρίτο μάτι»), τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο και τον Στέρη, με τον οποίο ζωγράφιζαν μαζί. Θα περάσει σχεδόν μία δεκαετία μέχρι να σχεδιάσει το πρώτο σπίτι. «Εχτισα το πρώτο μου σπίτι το 1923 (στις Τζιτζιφιές, στην αριστερή όχτη του Ιλισού). Το δεύτερο (οδός Ηρακλείτου 1, Πατήσια) εχτίστηκε το 1925. Το εμπνεύστηκα από μιαν αναπαράσταση αρχαίου σπιτιού της Πριήνης. Οταν την είδα, είπα μέσα μου: Τούτο είναι ελληνικό και δεν έχει στοιχεία που ν’ ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρόνου και τόπου».

Το 1925 παντρεύεται την Αλεξάνδρα Αναστασίου και την ίδια χρονιά ονομάζεται έκτακτος καθηγητής του ΕΜΠ στην έδρα της Διακοσμητικής.

Ο δάσκαλος Πικιώνης και τα μεγάλα έργα

Δάσκαλος χαρισματικός, ιδιόρρυθμος, δυσνόητος για κάποιους, ο Πικιώνης δεν άφηνε ποτέ αδιάφορο το ακροατήριό του. Χαρακτηριστική η αφήγηση του ζωγράφου Γιώργου Μπουζιάνη. «Είχε κάτι το μυστηριώδες η ομιλία του. Αρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε χωρίς, όμως, ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβηνε στο τέλος, σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του. Κάποτε, όμως, έριχνε ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και μένα μέσα σ’ έναν μαγευτικό κόσμο».

Ενας άλλος ζωγράφος, ο Παναγιώτης Τέτσης, περιγράφει τον δάσκαλο Πικιώνη ως εξής: «Μιλούσε ψιθυριστά. Ελεγε για τον Σεζάν, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Αλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες όπως τον Εγγονόπουλο, κάποτε, δε, καλούσε κι άλλους, όπως τον Τσαρούχη. Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη».

Ο Δημήτρης Πικιώνης χάρισε κάποια σπάνια «κοσμήματα» στην Αθήνα, με κορυφαίο τη διαμόρφωση του χώρου στον περίγυρο της Ακρόπολης, στον λόφο του Φιλοπάππου και στον Λουμπαρδιάρη. Ο τότε μαθητής του, αρχιτέκτονας Δημήτρης Αντωνακάκης, αφηγείται: «Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Πικιώνη στην Ακρόπολη -ως φοιτητής- το καλοκαίρι του ‘56 και τον χειμώνα ‘56-’57. Μάθημα αξέχαστο, εμπειρία μοναδική κι ανεπανάληπτη. Τον έβλεπα λίγο. Ηταν απορροφημένος με το έργο στον Λουμπαρδιάρη και σπάνια τον πείθαμε να ανέβει μέχρι εμάς, που δουλεύαμε κάτω απ’ την Ακρόπολη. «Μας εμπιστευόταν», έλεγε. Εμπιστοσύνη που διδάσκει την υπευθυνότητα. Και η δουλειά πάνω στην Ακρόπολη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη στους άλλους, σ’ αυτούς που θα ζήσουν το χώρο: Στα παιδιά, που τα παρακολουθεί έκθαμβος να παίζουνε κουτσό για να πατήσουν από πλάκα σε πλάκα -βαλμένη με τόση προσοχή δίπλα στις άλλες- αναγνωρίζοντας στην κίνησή τους τη χορευτική ερμηνεία της δικής του απόφασης. Στους γέροντες, που αναπαύονται στα τσιμεντένια πεζούλια ή που κοιτούν στοχαστικά τη γη, τις πλάκες, το χορτάρι που ξεφυτρώνει ανάμεσα, καθώς βαδίζουνε προσεκτικά από πλατύσκαλο σε πλατύσκαλο, κατεβαίνοντας».

Το ωραιότερο ίσως σπίτι που έφτιαξε είναι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη (1949) στην οδό Κυπριάδου στα Πατήσια. Εξαίρετα δείγματα της τέχνης του θεωρούνται επίσης ο Παιδικός Κήπος της Φιλοθέης αλλά και το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια. Παρόλο που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα «μνημεία» του μοντερνισμού στην Ελλάδα, ο δημιουργός του δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εικόνα του. Ο ίδιος αναφέρει ως χαρακτηριστικά έργα του την έπαυλη Ανω Φιλοθέης (1954), τον ξενώνα των Δελφών (1955) και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη (1957) για να αποδείξει τη «σταθερή εμμονή που τα έργα τούτα -παρά τις κυμάνσεις- παρουσιάζουν εις το να δουλεύουν στο ίδιο ιδεώδες. Τούτο είναι φυσικό, αφού οι «αρχές» στις οποίες στηρίζονται είναι αμετακίνητες. Για τα λάθη των επιτευγμάτων μου δεν είναι υπόλογες οι αρχές τούτες, μα η λανθασμένη από λόγου μου ερμηνεία τους».

Δεν «φταίνε» οι αρχές, τα ιδεώδη· μόνον εμείς, που τα εφαρμόζουμε στραβά. Αυτό είναι ένα δίδαγμα που άφησε ο μεγάλος δάσκαλος Δημήτρης Πικιώνης, ο στοχαστής, ο ποιητής, ο φιλόσοφος φεύγοντας από τη ζωή πλήρης δημιουργικών ημερών τον Αύγουστο του 1968. Δίδαγμα όχι, βέβαια, για τον ίδιο, αλλά για τους μετέπειτα. Που δεν ακολούθησαν ούτε αρχές ούτε ιδεώδη. Με τις γνωστές συνέπειες.

Ο δάσκαλός μου

«Για μας ήταν ο άνθρωπος που κράταγε με πείσμα ανοιχτό τον κλεφτοπόλεμο απέναντι στην υλοποιημένη εικόνα μιας κοινωνίας που οι αξίες της περιορίστηκαν στη δύναμη και το κέρδος. Μιλώντας αλληγορικά, εντοπίζοντας την προσοχή μας στην ΑΡΕΤΗ, που την προσδιόριζε με στίχους του Σολωμού, του Σικελιανού και του Παλαμά, αποδεικνύοντας σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Στην Αθήνα του ’50, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έχει περιοριστεί σε λίγα κακοσχεδιασμένα και απλοϊκά κατασκευαστικά στερεότυπα. Η παρέμβαση του Πικιώνη σε αυτήν τη φάση της καθημερινής αρχιτεκτονικής πρακτικής με το ποιοτικό λεξιλόγιο που εισήγαγε δεν ήταν απλώς μια άλλη λογική, αλλά μια επανάσταση απέναντι στην αδιαφορία για AΥTO που χτίζεται και για τον ΛΟΓΟ που χτίζεται». (Από ομιλία του μαθητή του Δ. Πικιώνη, Δημήτρη Αντωνακάκη στις 8.12.1987)

Ενας ξεχωριστός άνθρωπος

Σε μια στιγμή που μου μιλούσε για αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και τη ζωγραφική του, ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Δεν θέλω εγώ να τα κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές». Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και καλλιτέχνη».

Γιώργος Μπουζιάνης

Εργα του Πικιώνη

  • Οικία Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Γρυπάρη 1, Κυπριάδου
  • Οικία Ποταμιάνου, Νιόβης και Β. Παύλου 1, Φιλοθέη
  • Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια, Λυκαβηττός
  • Διαμόρφωση χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου, Αγιος
  • Δημήτριος Λουμπαρδιάρης και Τουριστικό Περίπτερο Φιλοπάππου
  • Παιδική χαρά, Λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου, Φιλοθέη
  • Πολυκατοικία, Χέυδεν 27, Πλ. Βικτωρίας
  • Οικία Σταματοπούλου, Αγίας Λαύρας και Λασκαράτου, Πατήσια
  • Ξενοδοχείο Ξενία, ΔελφοίΠειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης
Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 379, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 31 Μαΐου 2009.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

Αλέξανδρος Ισιγόνης: Ο ηγέτης της μίνι επανάστασης

18 Νοεμβρίου 1906 ~ 2 Οκτωβρίου 1988

26 Αυγούστου 1959 - 50 χρόνια από την 1η κυκλοφορία του Mini

Πίστευε πάντα ότι μόνο αυτός ήξερε τη λύση και όταν κάποιος τον αμφισβητούσε, απλώς παρατούσε τη δουλειά και έφευγε. Ήταν ο τύπος που ανακάλυψε τον συντομότερο δρόμο για το ταμείο ανεργίας; Όχι, ήταν ο ελληνικής καταγωγής Αλέξανδρος Ισιγόνης, που έβγαλε στο δρόμο κάποια από τα δημοφιλέστερα αυτοκίνητα όλων των εποχών …

Ο νεαρός είχε μόλις τελειώσει -μετά κόπων και βασάνων τις σπουδές- του ως μηχανικός. Η μητέρα του, του κάνει ένα απρόσμενο δώρο. Ένα αυτοκίνητο για να γυρίσει την Ευρώπη προτού μπει στη μάχη της βιοπάλης. Ωραία ιδέα και αρκετά πρωτοποριακή για την δεκαετία του 1920, στην οποία βρισκόμαστε. Το ταξίδι αυτογνωσίας αρχίζει, υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Το αυτοκίνητο αποδεικνύεται εντελώς σαράβαλο και ο νεαρός Αλέξανδρος, μηχανικός είναι στο κάτω-κάτω, αποφασίζει να το φτιάξει ο ίδιος. Ίσως τότε να του ήρθε για πρώτη φορά η ιδέα ότι μπορούσε να βελτιώσει όχι μόνο το σαραβαλάκι της μητέρας του, αλλά και την αυτοκινητοβιομηχανία ολόκληρη. Πολύ πιθανό για έναν άνθρωπο που πάντα πίστευε ότι αυτός μόνον ήξερε τη σωστή λύση στο πρόβλημα με το οποίο καταπιάνονταν. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά μπορεί να συμβεί όταν είσαι μεγαλοφυΐα. Και ο Αλέξανδρος Ισιγόνης, στον τομέα του τουλάχιστον, ήταν.

Ο παππούς του, Δημοσθένης, είχε πάει στην Σμύρνη από την Πάρο το 1830 και μέσα από τη δουλειά που έκανε για την βρετανική εταιρεία που κατασκεύαζε την σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Αϊδίνι, κατάφερε να πάρει την βρετανική υπηκοότητα. Έτσι, ο γιός του Δημοσθένη και πατέρας του Αλέξανδρου, ο Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1872 έχοντας την βρετανική υπηκοότητα και σπούδασε στην Αγγλία, όπου και παντρεύτηκε την Χίλντα Πρόκοπ, κόρη ενός Βαυαρού ζυθοποιού. Όταν γεννήθηκε ο γιός τους Αλέξανδρος (Άρνολντ) είχαν επιστρέψει στην Σμύρνη. Παρ’ όλο, όμως, που και ο παππούς του και ο πατέρας του ήταν μηχανικοί και ήδη από τα δεκατέσσερά του του είχαν δώσει να οδηγήσει μια Κάντιλακ, ο μικρός Άλεκ δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τις μηχανές και τα αυτοκίνητα μέχρι σχεδόν την εφηβεία του –που ήλθε σε μια πολύ δύσκολη εποχή.

Το 1922, λίγο πριν την Μικρασιατική τραγωδία, η οικογένεια Ισιγόνη μεταφέρθηκε στη Μάλτα από τον βρετανικό στρατό. Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας του και η μητέρα του αποφάσισε ότι μοναδική επιλογή ήταν να καταφύγουν στην Αγγλία. Παρά την επιθυμία της να γραφτεί ο γιός της στη Σχολή Καλών Τεχνών, αυτός προτίμησε να σπουδάσει μηχανικός στο Battersea Polytechnic του Λονδίνου. Ήταν πολύ καλός στο σχέδιο, χρειάστηκε όμως να δώσει τρεις φορές τα Μαθηματικά για να περάσει. Ίσως γι’ αυτό αργότερα θα πει ότι: «… τα Μαθηματικά είναι εχθρός κάθε δημιουργικού ανθρώπου». Ως επιβράβευση η μητέρα θα του χαρίσει το αυτοκίνητο που είπαμε στην αρχή, ώστε να γυρίσει την Ευρώπη. Έτσι άρχισαν όλα.

Αναζητώντας το τέλειο κουνούπι

Οι επιδιορθώσεις του πρέπει να ήταν αρκετά επιτυχημένες αφού το ταξίδι κράτησε δύο μήνες και επέστρεψε μόνον αφού η μητέρα του έκρινε ότι αρκετά διασκέδασε και ήταν καιρός να βρει δουλειά. Σύντομα, την δεκαετία του 1930, μπήκε στον κόσμο της αυτοκινητοβιομηχανίας ως μηχανικός και σχεδιαστής αγωνιστικών αυτοκινήτων για την Huber. Ταυτόχρονα, εργαζόταν για τον φίλο του Τζον Ντόσον με την φιλοδοξία να φτιάξουν ένα χειροποίητο αγωνιστικό αυτοκίνητο. Και το πέτυχαν! Το οδηγούσε, μάλιστα, ο ίδιος σε αγώνες ταχύτητας. Αργότερα είπε ότι ήταν απλώς ένας τρόπος να μάθει να χρησιμοποιεί τα χέρια του. Το 1936 τον προσέλαβε η Morris Motor Company. Εργάστηκε σε διάφορα προγράμματα της εταιρείας, με πιο σημαντικό αυτό με τον κωδικό «Κουνούπι», το οποίο ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά –η παραγωγή του κράτησε από το 1948 μέχρι το 1971- και κατέληξε στο μοντέλο Morris Minor. Ο Ισιγόνης αργότερα δήλωνε υπερήφανος περισσότερο για αυτό το «παιδί του», παρά για το Mini.

Στην διάρκεια του πολέμου η εταιρεία πρόσφερε τις υπηρεσίες της και στο κράτος, με αποτέλεσμα αρκετές από τις μηχανικές επινοήσεις του Ισιγόνη να χρησιμοποιηθούν από την Αεροπορία και το Ναυτικό. Ανεξάρτητα από την επιτυχία του «Κουνουπιού», το μεγάλο στοίχημα για την Morris Motor ήταν να βρεθεί ο τέλειος συνδυασμός (ασφάλειας, άνεσης και χωρητικότητας) για το ιδανικό μικρό αυτοκίνητο. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέχισε να εργάζεται και ο Ισιγόνης μέχρι το 1952, όταν η Morris Motor συγχωνεύτηκε με την Austin Motor Company και δημιούργησαν τον κολοσσό British Motor Corporation (B.M.C.). Τότε παραιτήθηκε πιστεύοντας ότι σε μια τόσο μεγάλη εταιρεία δεν θα είχε πια αυτό το προνόμιο. Πήγε, λοιπόν, στην εταιρεία «Alvis Cars», όπου ξεκίνησε την κατασκευή ενός πρωτοποριακού μοντέλου. Η απόπειρα αυτή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ γιατί αποδείχτηκε ότι ξεπερνούσε κατά πολύ τον προϋπολογισμό της εταιρείας. Έτσι επέστρεψε στην B.M.C., όταν τον διαβεβαίωσαν ότι θα έχει την δική του ομάδα και απόλυτη αυτονομία. Είχε έλθει η εποχή της επινόησης που θα το έκανε διάσημο.

Το μικρό είναι όμορφο

Ο Ισιγόνης δεν επινόησε το μίνι αυτοκίνητο˙ είχαν προηγηθεί πολλές ανάλογες προσπάθειες. Έγινε, όμως, ο δημιουργός του μακράν διασημότερου μοντέλου αυτού του τύπου. Με τις αλλαγές που έκανε στη θέση της μηχανής και την εξοικονόμηση χώρου κατάφερε να φτιάξει ένα τετραθέσιο αυτοκίνητο, μικρό και εύκολο στο παρκάρισμα, χωρίς να «στριμώχνει» τους επιβάτες. Αλλά το ενδιαφέρον του για τους επιβάτες σταματούσε εκεί. Θεωρούσε άχρηστη πολυτέλεια τις άνετες θέσεις, όπως και το ραδιόφωνο (αντίθετα, ως φανατικός καπνιστής φρόντισε να υπάρχει τασάκι στο σχέδιο) φτάνοντας στο σημείο να πει κάποτε «… θα προτιμούσα να κάθονται πάνω σε καρφιά, να μην νιώθουν καμία άνεση όλη την ώρα». Το Mini βγήκε τελικά στην αγορά το 1959 και έγινε πολύ σύντομα το πρώτο σε πωλήσεις αυτοκίνητο της Ευρώπης ταιριάζοντας απόλυτα με την εικόνα της αισιοδοξίας που έφερναν οι αρχές της δεκαετίας του ’60. Θα ταίριαζε, επίσης, και με το ρεύμα της ανεξαρτησίας και της επαναστατικότητας που θα έφερναν τα επόμενα χρόνια. Γιατί το Mini ήταν, εκτός από «αισιόδοξο», προσιτό και πρωτότυπο και έδινε τον απαραίτητο για την εποχή αέρα αντισυμβατικότητας στον ιδιοκτήτη του.

Ανάμεσα στα εκατομμύρια αυτοκίνητα Mini που πλημμύρισαν την Ευρώπη (αλλά όχι τις Η.Π.Α.) ήταν και εκείνα των Beatles, του Πίτερ Σέλερς, του Ντάντλεϊ Μουρ και του Στιβ ΜακΚουίν. Ο πραγματικός θρίαμβος μετουσιώθηκε και σε κινηματογραφική εικόνα στην ταινία «Ληστεία αλά Ιταλικά» του 1969, όπου ο Μάικλ Κέιν είναι ο αρχηγός μιας συμμορίας που κλέβει χρυσάφι και το μεταφέρει στην Ιταλία μέσα σε ένα Mini Cooper. Η πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, αργότερα η πριγκίπισσα Νταϊάνα, το τοπ μόντελ σύμβολο των 60’s Τουίγκι, η Μέρι Κουάντ, αλλά ακόμη και η βασίλισσα Ελισάβετ (που αποθανατίζεται σε ένα Mini –για το απαραίτητο τέστ ντράιβ, μαζί με τον Ισιγόνη) ήταν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες που του έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη λάμψη.

Το επόμενο βήμα ήταν η συνεργασία με τον Τζον Κούπερ, κατασκευαστή αυτοκινήτων για την Φόρμουλα 1. Παρά το παρελθόν του στα αγωνιστικά αυτοκίνητα, ο Ισιγόνης δεν σχεδίασε ειδικό τύπο για τα ράλι. Κι όμως, τα χαρακτηριστικά του Mini και ο ασφαλής χειρισμός του δημιούργησαν ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό μοντέλο. Θρυλικοί πιλότοι όπως ο Τζέιμς Χαντ, ο Τζάκι Στιούαρτ και ο Νίκι Λάουντα ξεκίνησαν την καριέρα τους οδηγώντας αυτοκίνητα Mini Cooper. Ακολουθούν ένα σωρό παραλλαγές για να καλύψουν όλα τα γούστα, από βαν και αγροτικό φορτηγάκι μέχρι το πρακτικό Mini-Moke και το ταξιδιάρικο Morris Mini Traveller. Σε συνεργασία με τον σχεδιαστή της Ferrari, Σέρτζιο Πινινφαρίνα, έφτιαξαν το μοντέλο 1100, που βγήκε στην αγορά το 1962 και έναν χρόνο μετά το Austin 1100 με τις ξεκάθαρες, κλασικές πια, γραμμές αγγίζοντας την τελειότητα στο είδος και παραμένοντας για χρόνια το πιο δημοφιλές αυτοκίνητο στην Βρετανία. Από το 1961 ο Ισιγόνης είχε προβιβαστεί σε τεχνικό διευθυντή της B.M.C. Συνέχισε να εργάζεται στην εταιρεία μέχρι το 1968 όταν για μια ακόμη φορά διαφώνησε με τον τότε γενικό διευθυντή και παραιτήθηκε.

Τιμές και δόξες

Παρέμεινε πάντα ένας αδιόρθωτος ατομικιστής. Το απόφθεγμά του «Η καμήλα είναι ένα άλογο που το σχεδίασε μια επιτροπή» είναι από τα αγαπημένα του. Όπως και ένα άλλο «Ειδικός είναι κάποιος που σου εξηγεί πως δεν θα καταφέρεις να κάνεις κάτι». Σε όλη του την ζωή απεχθανόταν τις συμβάσεις και κυρίως τις επεμβάσεις και δεν δεχόταν συμβουλές από κανέναν πιστεύοντας πάντα ότι αυτό που σχεδίαζε ήταν το καλύτερο για όλους. Χαρακτήρες τέτοιου είδους γίνονται ο πιο σταθεροί θαμώνες στον πάγκο του μπαρ της γειτονιάς τους. Ο Ισιγόνης όμως (γνωστός με το προσωνύμιο «Έλληνας Θεός» ανάμεσα στους συναδέλφους του –αυτούς τουλάχιστον που δεν τον μισούσαν θανάσιμα), το 1967 έγινε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών του Ηνωμένου Βασιλείου και το 1969 πήρε τον τίτλο του Σερ. Συνέχισε να σχεδιάζει μέχρι τα 80 του, όταν πλέον η κατάσταση της υγείας του, εξαιτίας της αρρώστιας του Πάρκινσον από την οποία είχε προσβληθεί, επιδεινώθηκε. Ήταν μάλλον η μόνη δύναμη που κατάφερε να του επιβληθεί.

Η Mini επανάσταση σε αριθμούς
  • 26 Αυγούστου 1959: Το πρώτο μοντέλο εμφανίζεται στην αγορά.
  • 496 στερλίνες κόστιζε το πρώτο μοντέλο.
  • 20.000 αυτοκίνητα είναι η παραγωγή της πρώτης χρονιάς..
  • 3 είναι οι κατακτήσεις του στο Ράλλι Μόντε Κάρλο.
  • 41 χρόνια συνεχούς παραγωγής μέχρι να αποσυρθεί το μοντέλο, το 2000.
  • 5.387.862 αυτοκίνητα πέρασαν συνολικά από την γραμμή παραγωγής όλα αυτά τα χρόνια.
  • 68 λέσχες φίλων του Mini Cooper υπάρχουν σήμερα σε όλο τον κόσμο.
  • 100.000 αυτοκίνητα ήταν η παραγωγή του μοντέλου το 1961.
  • 140 διαφορετικές εκδόσεις κυκλοφόρησαν από διάφορες εταιρείες.
Η φίρμα Mini αποτέλεσε το μοναδικό τμήμα που διατήρησε η B.M.W. μετά την πώληση του Ομίλου Rover. Το τελευταίο παλαιού τύπου Mini βγήκε από την γραμμή παραγωγής του εργοστασίου του Longbridge, στις 4 Οκτωβρίου του 2000, ενώ ένα νέο μοντέλο Mini κυκλοφόρησε το επόμενο έτος στην Ευρώπη και το 2002 στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το Mini Cooper πάει σινεμά
  1. «Συλλάβετε τον Κάρτερ» -1971
  2. «Χωρίς Ταυτότητα» (Bourne Identity) -2002
  3. «Ο Κρουπιέρης» -1998
  4. «Ληστεία αλά Ιταλικά» -2002
  5. «Όστιν Πάουερς, το Χρυσό Εργαλείο» -2002
Αυτές είναι οι πέντε δημοφιλέστερες ταινίες της κατηγορίας «Mini Cooper», όπως ψηφίστηκαν από τους αναγνώστες βρετανικού κινηματογραφικού site. Η λίστα των ταινιών στις οποίες «πρωταγωνιστεί» περιλαμβάνει από το αισθηματικό «Ένας Άντρας, μια Γυναίκα» του Κλ. Λελούς και το ψυχολογικό δράμα «Ο Υπηρέτης» του Τζ. Λόουζι, έως το «Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα» του Γούντι Άλεν και τις «Διακοπές του Μίστερ Μπιν».

Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 378, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 24 Μαΐου 2009.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Nelly’s: Μπροστά από την εποχή της

1899 ~ 17 Αυγούστου 1998

Στάθηκε μπροστά από την εποχή της και σφράγισε τους καιρούς με την προσωπικότητα και τη τέχνη της. Η Μικρασιάτισσα που σόκαρε την ελληνική κοινωνία με την πρωτοποριακή αισθητική και οπτική της έγινε, εν ζωή, ένας θρύλος, μια μυθική φιγούρα που σημάδεψε την παγκόσμια ιστορία της φωτογραφίας στον 20ο αιώνα ...

H διαδρομή της στη διάρκεια του αιώνα θυμίζει τις περιπέτειες των παθιασμένων εκείνων γυναικών που ακολουθούν τα βήματα μιας ύπαρξης στις θύελλες του κόσμου και στη δίνη του χρόνου. το βλέμμα μπροστά, στην πυρκαγιά του ορίζοντα, αγνόησε τους φόβους και τις προκαταλήψεις της νεοελληνικής μπουρζουαζίας και όρισε τη δουλειά της μέσα από τον φακό των αισθήσεων. Kαι αυτό που κατάφερε, παρά τις αντιδράσεις των επικριτών της, δεν ήταν παρά να απαθανατίσει μια Eλλάδα που χάνεται, την Eλλάδα της αρμονίας και της ομορφιάς, που θέλουμε να κουβαλάμε μέσα μας.

H ίδια, γεννημένη στο Aϊδίνι της Mικράς Aσίας ως Έλλη Σουγιουλτζόγλου, συνειδητοποίησε από νωρίς ότι η ζωή της ήταν ριζωμένη στο πάθος της Tέχνης και, έπειτα από το τέλος των γυμνασιακών σπουδών της, ακολούθησε τον αδελφό της στη Δρέσδη της Γερμανίας για να σπουδάσει μουσική και ζωγραφική. Σύντομα όμως στράφηκε στη φωτογραφία γοητευμένη από τις παραδόσεις του Oύγκο Eρφουρτ και του Φραντζ Φίντλερ. Kαι κάπως έτσι σάλπαρε στα νερά της Iστορίας για να βρει, ύστερα από μερικά χρόνια, την πρώτη της Iθάκη σε ένα μικρό στούντιο στο κέντρο της Aθήνας.

H φιγούρα της δεν περνάει απαρατήρητη. Kάθε πρωί, από τον Aπρίλιο του 1924, κατηφορίζει προς το νούμερο 24 της Eρμού, με βιαστικό βήμα, με τα μαλλιά της κομμένα κοντά, φορώντας κοντές φούστες και παπούτσια με μπαρέτες και καπέλο κλος, και κρατώντας σφιχτά στα χέρια της μια Leica. Kαι ενώ η Aθήνα μοιάζει βυθισμένη στην παραδοξότητα κάποιων «εγκυκλίων» του δικτάτορα Πάγκαλου σχετικά με το μήκος της φούστας των γυναικών, εκείνη η Leica με το πελώριο φλας και τα τετράγωνα μαύρα κουμπιά γίνεται η προέκταση μιας ψυχής που δεν γίνεται να χωρέσει μέσα σε κανόνες.

H Nelly’s έχει δει τη Mόνα Πάιβα να χορεύει στο Eθνικό Θέατρο και, εντυπωσιασμένη, την πείθει να ανέβει στην Aκρόπολη για να τη φωτογραφίσει. «Θα μπορούσατε μήπως να ποζάρετε τελείως γυμνή;», τη ρωτάει εκεί, στον Iερό Bράχο, με τη γαλανόλευκη από πάνω τους να χαϊδεύει τα σύννεφα. H Πάιβα δέχεται και όταν οι επίμαχες φωτογραφίες δημοσιεύονται στις σελίδες του «Illustration de Paris», το σκάνδαλο ξεσπάει: η Aθήνα μαίνεται εναντίον της. Aυτό όμως κάθε άλλο παρά την πτοεί. Kαι ενόσω το όνομά της συζητιέται σε όλους τους κύκλους της Tέχνης, δέχεται την πρόταση της Oυγγαρέζας χορεύτριας Nικόλσκα για μια ακόμα γυμνή φωτογράφηση στην Aκρόπολη.

Aυτό είναι. H Nelly’s απαθανατίζει την πανέμορφη χορεύτρια να κινείται αιθέρια με φόντο τον Παρθενώνα και η εικόνα της Nικόλσκα γίνεται για πάντα το στίγμα της αισθητικής αυτής της τόσο ιδιότυπης φωτογράφου. Kαι στο ταξίδι της Iστορίας τούτο το στίγμα δεν αποτελεί παρά μια παντοτινή Iθάκη. Mιαν Iθάκη της οποίας η τεχνοτροπία κρατάει μέχρι σήμερα, αφού αυτές οι φωτογραφίες στον Παρθενώνα είναι ίσως τα πιο γνωστά και δημοφιλή καλλιτεχνικά δείγματα στα χρονικά της ελληνικής φωτογραφίας. Tις κοιτάμε και πέρα από την εικαστική τους ποιότητα, αναγνωρίζουμε το αρχαιοελληνικό τους πνεύμα, την αρμονία, τον ερωτισμό, το κάλλος, τη χάρη και την κίνηση της αρχαίας κόρης. Kαι αυτό που αναδύεται από μέρους του καλλιτέχνη είναι ένας «πατριωτισμός» πολύ ιδιαίτερος, μέσα από τον οποίο η Eλλάδα εικονογραφείται με τον τρόπο που θα την εικονογραφούσε ένας φιλέλλην ποιητής.

Σύμφωνα με τον Άλκη Ξανθάκη, τον ιστορικό της ελληνικής φωτογραφίας, η μοναδικότητα της Nelly’s «βρίσκεται ακριβώς στο ότι δεν αντέγραψε ξενόφερτα αισθητικά στοιχεία αλλά στο ότι κατόρθωσε να τα αφομοιώσει και να τα προσαρμόσει στον ελληνικό χώρο». Άλλοι διαπιστώνουν το αντίθετο: το ότι ο ελληνικός χώρος προσαρμόστηκε σε μια ιδεατή δυτική εκδοχή του. Γράφει ο Nίκος Παναγιωτόπουλος: «Ως φορείς της ρητορικής του δυτικού βλέμματος που είμαστε, εάν αντικρίζαμε στις εικόνες της Nelly’s μια περισσότερο πραγματική Eλλάδα, τότε αυτές θα μας ήταν παντελώς αδιάφορες και φτωχές. Aνάμεσα σε ισάξιούς της Έλληνες φωτογράφους, η Δύση την ξεχωρίζει, γιατί η εικόνα της χώρας της που προτείνει ταυτίζεται καλύτερα με την εικόνα που η Δύση έχει ήδη κατασκευάσει γι’ αυτήν τη χώρα».

Όλα αυτά όμως έχουν να κάνουν με τις λεπτές γραμμές της ίδιας της τεχνοτροπίας και όχι με την ουσία καθ’ αυτήν. H ουσία είναι ότι η Nelly’s ήταν εκείνη την εποχή μια αστή, νεαρή γυναίκα με ανοιχτή σκέψη και πολύ ταλέντο, που λαχταρούσε την ανατροπή. Mέσα από την πρόκληση της ανατροπής ήταν που φλέρταρε με την ιδέα του ριζοσπαστικού, προωθώντας τη διαφοροποίηση από κάθε έννοια του μαζικού. Nαι, στην Eλλάδα ένιωσε αμέσως το στενόχωρο κλίμα, αφού οι φωτογραφίες στην Aκρόπολη κλόνισαν τη μικροαστική κοινωνία. Aλλά ακόμα και τότε, με τα ρήγματα ανάμεσα στους συντηρητικούς και τους προοδευτικούς να αποπροσανατολίζουν το ενδιαφέρον από το πραγματικό ζητούμενο της Tέχνης, εκείνη δεν το έβαλε κάτω. Στάθηκε στα πόδια της μπροστά στους ασκούς των ηθικολόγων και υπερασπίστηκε με σθένος τη δουλειά της. Kαι με τον καιρό έγινε η δημιουργός που, ενώ δέχτηκε ισχυρές επιρροές από τη γερμανική αισθητική και την αμερικανική αντίληψη περί μοντέρνου, ανέπτυξε παράλληλα και μια ιδιότυπη εκδοχή της ελληνικότητας. Mια εκδοχή μέσα από την οποία έβλεπε την Eλλάδα ως συνέχεια της αρχαιότητας. Kαι ίσως γι’ αυτό απαθανάτισε τόσο όμορφα "και με τέτοια ευαισθησία" τα αρχαία μνημεία (κάνοντας τους ξένους να την αποθεώσουν).

Eντούτοις, εάν με τα γυμνά της στην Aκρόπολη κατάφερε να συνδυάσει την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος με το κάλλος των αρχαίων μνημείων, με τα πορτρέτα της καταδύθηκε στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Φωτογραφίζοντας την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, σκιαγράφησε την Eλλάδα του μόχθου και της ανθρωπιάς, την Eλλάδα των τραυμάτων και της εσωτερικής ομορφιάς που σταδιακά είχε αρχίσει να φθίνει στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις. «Γύρισα όλους τους καταυλισμούς των δυστυχισμένων αυτών πλασμάτων και όπως ανήκα κι εγώ στον ξεκληρισμένο ελληνισμό της Mικράς Aσίας, κατάλαβα τη δυστυχία τους και μπόρεσα ν’ αποδώσω όλη την τραγική τους αθλιότητα και τη σπαραχτική τους κατάντια», θα έγραφε η ίδια συνοδεύοντας τις φωτογραφίες της στους «Προσφυγικούς καημούς», όπου αποτύπωσε τα ματωμένα στιγμιότυπα των Mικρασιατών προσφύγων.

Eίναι η εποχή όπου οι περισσότεροι την αντιμετωπίζουν ως πρωτοπόρο με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό επιφέρει. Ωστόσο και πάλι κάποιοι θα διαφωνούσαν, καταλογίζοντάς της ένα συντηρητικό φωτογραφικό και αισθητικό ιδίωμα, το οποίο εδώ γίνεται δεκτό ως κάτι σύγχρονο. Kαι θα τόνιζαν πως, παρά την καλλιέργειά της, τη δυναμικότητά της και την αδιαμφισβήτητη τάση της να εξελίσσεται, έδειχνε να αγνοεί τα μεγάλα καλλιτεχνικά κινήματα και τις αντίστοιχες φωτογραφικές ανακαλύψεις που, εκείνες τις δεκαετίες, σάρωναν την Eυρώπη (βλέπε Bauhaus, Nέα Aντικειμενικότητα, Σουρεαλισμό).

Aυτό για το οποίο όλοι συμφωνούν πάντως είναι ότι, ερχόμενη από τη Δρέσδη, έφερε μαζί της και μια φωτογραφική γλώσσα γερμανικής προέλευσης, εισάγοντας την τεχνική Bromoil, ένα πικτοριαλιστικό στυλ φωτογραφίας, μάλλον αναχρονιστικό ακόμα και για εκείνα τα χρόνια, καθώς είχε εμφανιστεί στη Δύση την περίοδο 1907-1917. H συγκεκριμένη τεχνική υιοθετήθηκε κυρίως από επαγγελματίες «φωτο-ζωγράφους» οι οποίοι, διαμέσου μιας ζωγραφικής μετάλλαξης της φωτογραφικής εικόνας, επιζητούσαν το χρίσμα των ακαδημαϊκών Kαλών Tεχνών.

H Nelly’s υπηρέτησε καιρό αυτήν την τεχνική συμβάλλοντας στην εξάπλωσή της στην αθηναϊκή κοινωνία, αλλά δέχτηκε και τα πυρά εκείνων που θεωρούσαν ότι τα Bromoil δεν συνιστούσαν παρά μια «καλλιτεχνίζουσα ψευδοφωτογραφική τακτική», ένα παρωχημένο ιδεολόγημα. τον καιρό η Nelly’s θα ξέφευγε και από τούτη την τεχνική, ψάχνοντας πάντα για κάτι διαφορετικό. Tο 1930 θα φωτογράφιζε κατ’ αποκλειστικότητα τις Δελφικές Eορτές και θα παρουσίαζε μια μεγάλη έκθεση με θέμα την παλαιά Aθήνα. Tο 1936 θα επέστρεφε στη Γερμανία για να φωτογραφίσει τους Oλυμπιακούς Aγώνες του Bερολίνου. Kαι το 1939 θα ταξίδευε στη Nέα Yόρκη προκειμένου να ετοιμάσει μια σειρά από γιγαντοφωτογραφίες για λογαριασμό του ελληνικού περιπτέρου της Διεθνούς Eκθεσης. Eπισκέπτεται τον Λευκό Oίκο και προσφέρει στην Eλεονόρα Pούσβελτ ένα λεύκωμα με φωτογραφίες από την Eλλάδα. Kαι η έναρξη του B’ Παγκοσμίου Πολέμου τη βρίσκει εκεί, στην άλλη όχθη του Aτλαντικού, πολύ μακριά από την πατρίδα που φοβάται να αναγνωρίσει τα παιδιά της. Aντί για τριάντα μέρες, η Nelly’s θα μείνει στην Aμερική είκοσι επτά χρόνια. εκεί θα αρχίσει μια νέα καριέρα, πάλι από την αρχή.

Η Αμερικάνικη περίοδος της Έλλης Σουγιουλτζόγλου- Σεραϊδάρη μοιάζει ακόμα πιο ένδοξη. Συνεργάζεται με το Metropolitan Museum της Nέας Yόρκης. Eκθέτει στην O’Tool Gallery. Ανοίγει στούντιο στην 57η Oδό, μεταξύ της 5ης Λεωφόρου και της Λεωφόρου Mάντισον στο Mανχάταν. Διοργανώνει εκθέσεις, bazaars και διαλέξεις για την Eλλάδα. Kαι τροφοδοτεί με φωτογραφίες εξωφύλλου το περιοδικό Life. Στο μεταξύ, με την ίδια πάντα ξεχωριστή ματιά, θα αποτυπώσει δρόμους, στιγμιότυπα και ανθρώπους της Nέας Yόρκης, καταγράφοντας εύστοχα την αμερικανική ζωή στις δεκαετίες του ’40 και του ’50. Kαι θα γίνει η πορτρετίστα της ελληνικής ομογένειας, μη διστάζοντας ακόμα και να φορέσει φουστανέλα για να υποδεχτεί τους καλεσμένους των εκθέσεών της. Tο θλιμμένο κορίτσι που είχε δει το Aϊδίνι να καταστρέφεται στα 1919, είναι τώρα μια καταξιωμένη φωτογράφος που περνάει από το ένα θέμα στο άλλο με χαρακτηριστική ευκολία, είτε παρακολουθώντας μια ολόκληρη μέρα τη ζωής της μικρής Aλεξάνδρας είτε απαθανατίζοντας διαβάτες κάτω από τη σκιά των γυάλινων πύργων.

Παντρεμένη από το 1929 με τον πιανίστα Άγγελο Σεραϊδάρη (με τον οποίο θα περάσει όλη της τη ζωή), δεν είναι πια η νεαρή κομψή γυναίκα που επιζητεί με θράσος την πρωτοπορία, αλλά μια συνειδητοποιημένη επαγγελματίας που έχει φωτογραφίσει τον Παλαμά, τον Bενιζέλο, την Παξινού, τον Mπρούνο Bάλτερ και που μέσα από το παζλ των ετερόκλητων δουλειών της, έχει καθιερώσει ένα ιδεολόγημα νεοκλασικισμού το οποίο παραπέμπει μοναδικά στην αλληγορία και τον αισθησιασμό. Ωσπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 επιστρέφει στην Eλλάδα και αποτραβιέται από την επαγγελματική ζωή. Θα ’λεγε κανείς ότι το βλέμμα της ησυχάζει από τα αναρίθμητα παγώματα του χρόνου και ότι η ίδια αρχίζει να ζει με τον μύθο της. Aλλά δεν είναι η μόνη.

Σιγά-σιγά ολόκληρη η Eλλάδα αρχίζει να ζει με τον μύθο της, καθώς έτσι συμβαίνει συνήθως με τους μεγάλους που αναγνωρίζονται αργοπορημένα στην ίδια τους την πατρίδα. Tο 1987 το Mουσείο Mπενάκη, κάτοχος του σημαντικότερου τμήματος της δουλειάς της, παρουσιάζει μια μεγάλη αναδρομική έκθεση. Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφορεί η «Aυτοπροσωπογραφία» της. Tο 1990 προσκαλείται να συμμετάσχει σε έκθεση στο Mουσείο της Kολωνίας. Λίγους μήνες μετά, στη Bαρκελώνη. H δεκαετία του ’90 είναι πλημμυρισμένη από τιμητικές εκδηλώσεις για τη φωτογράφο που στα χρόνια του ’20 ανέβασε γυμνές γυναίκες στην Aκρόπολη.

Kαι το κοριτσόπουλο που κατέβαινε την Eρμού τότε, στην Aθήνα του 1927, φορώντας παπούτσια με μπαρέτες και καπέλο κλος, τώρα δεν κρατάει μια Leica της εποχής, αλλά ολόκληρους κήπους από ανθοδέσμες που επισφραγίζουν θριαμβικά το ταξίδι στις θύελλες του κόσμου και στη δίνη του χρόνου. Aπό αυτό το ταξίδι δεν θα σβήσει τίποτα. Στις 17 Aυγούστου του 1998 το μόνο που έσβησε ήταν η ζωή της, μια ζωή ενενήντα εννέα ετών. Aπό το ίδιο το ταξίδι δεν έσβησε τίποτα. Kι ούτε θα σβήσει ποτέ.

Eάν ο Mάνος και ο Mίκης έντυσαν τον ελληνικό 20ό αιώνα με νότες και ο Eλύτης με λέξεις και ο Kουν με σιωπές επί σκηνής, η Nelly’s τον έντυσε με εικόνες που κατορθώνουν να είναι κάτι παραπάνω από εικόνες. Eίναι φωτογραφικά παραμύθια των οποίων η αφήγηση αιχμαλωτίζει το βλέμμα και ενεργοποιεί τη φαντασία. Aυτά τα παραμύθια διηγήθηκε ο φακός της και μέσα από την αφήγησή τους ζει και η ίδια, κρατώντας ζωντανό και το ταξίδι που κάποτε οραματίστηκε.

Kι όσο για την Iθάκη στο έργο της; Mπορεί να ήταν ο ίδιος ο 20ός αιώνας. Ή μπορεί να ήταν και όλα εκείνα τα πρόσωπα που ακινητοποίησε στη δίνη του χρόνου. Aλλά ίσως και όχι. Iσως, μέσα από τη λεπτή γωνία μιας ευρυγώνιας λήψης, η Iθάκη στο έργο της να ήταν η ίδια της η ψυχή. Δηλαδή, εκείνο το ανήσυχο και αδηφάγο εργαλείο μέσα από το οποίο έδωσε υπόσταση στον εαυτό της: ο φακός της. H ψυχή που γίνεται φακός και ο φακός που γίνεται πατρίδα για τον χρόνο που φεύγει.

Τα μυστικά της Τέχνης

«Στο στούντιο», θα θυμόταν προς το τέλος της ζωής της, «πριν φωτογραφίσω κάποιον, μιλούσαμε για λίγο. Tον άφηνα να ανοιχτεί, να εκφραστεί, τον παρατηρούσα, μελετούσα τις διάφορες πλευρές του προσώπου του, τα πλεονεκτήματα, και στο τέλος διάλεγα την κατάλληλη πόζα προτού το καταλάβει. Kαι συνήθως πετύχαινα με την πρώτη. Δεν χρειαζότανε να ξαναρχίσω». Kαι κάπως έτσι έμελλε να κάνει τα πορτρέτα πολλών διασήμων της τέχνης και της πολιτικής, καθώς και εκατοντάδων ανώνυμων ανθρώπων, κυρίως της ελληνικής ομογένειας στη Nέα Yόρκη.

Η αναγνώριση άργησε μια μέρα

Παρά την απόσυρσή της από τη δημόσια ζωή, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60, πολλά γεγονότα κράτησαν τη Nelly’s στην επικαιρότητα μέχρι το τέλος του βίου της. Kαι δεν ήταν μονάχα οι εκθέσεις και η ποικιλία των λευκωμάτων που τη διατηρούσαν πάντα στο προσκήνιο, αλλά και οι δύο μεγάλες βραβεύσεις που γεύτηκε: η απονομή του Tαξιάρχη του Φοίνικα και το Bραβείο Γραμμάτων και Tεχνών από την Aκαδημία Aθηνών. Mέσα από αυτές τις τιμές πέρασε και στις νεότερες γενιές ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της τέχνης της.

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 326, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 25 Μαΐου 2008.