Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Δημήτρης Πικιώνης: Ο ποιητής της Αρχιτεκτονικής

1887 ~ 28 Αυγούστου 1968

Αρχιτέκτονας και παράλληλα ζωγράφος, ποιητής, φιλόσοφος και στοχαστής, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο επιμένοντας να διδάσκει την ευαισθησία και τον σεβασμό στο περιβάλλον όταν γύρω του αποθέωναν το κέρδος και την κακογουστιά. Η κληρονομιά του είναι μερικές από τις ελάχιστες οάσεις αρχιτεκτονικής ομορφιάς της «έρημης πόλης» …

Αναζητώντας τον ιδανικό ορισμό για μια φυσιογνωμία όπως ο Δημήτρης Πικιώνης, επιλέγουμε τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη: «Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις».

Πολυσύνθετη προσωπικότητα, ο Πικιώνης προτίμησε να κρατήσει φυλαγμένη μέσα του τη μεγάλη του αγάπη για τη ζωγραφική, αλλά παρέμεινε πάντα μια καλλιτεχνική φύση που επέλεξε να υπηρετήσει την αρχιτεκτονική με την ψυχή ενός ποιητή και ζωγράφου. Οταν άρχισε να ασχολείται με την αρχιτεκτονική, οι εποχές ήταν δύσκολες. Το «μπόλιασμά» της με τα σύγχρονα τότε ρεύματα ήταν πολυτέλεια. Ακόμη πιο σκληρές αποδείχτηκαν όμως οι δεκαετίες της «ανοικοδόμησης» τότε που η τέχνη και η ευαισθησία ήταν υπό διωγμόν μέσα στον πυρετό του κέρδους και την εξυπηρέτηση των μικρών και μεγάλων συμφερόντων (επιτομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας της αρχιτεκτονικής -και όχι μόνον). Ο Πικιώνης, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει ότι το περιβάλλον, δηλαδή η ζωή μας, έχει περισσότερο ανάγκη την ομορφιά από τα κέρδη, ακόμη κι όταν γύρω του «γκρέμιζαν τα τείχη» ενός κόσμου με ανθρώπινο πρόσωπο.

Η αγάπη για τη ζωγραφική

«Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά. Οι γονείς μου κατάγονταν από τη Χίο. Στον πατέρα μου, γιο καραβοκύρη, από νωρίς είχε φανερωθεί η κλίση του στη ζωγραφική... Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με τον θείο μου το Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ’ ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Οσο για τη μητέρα μου, ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας. Είναι των ηθικών και καλλιτεχνικών τούτων ροπών που αισθάνομαι την κληρονομιά μέσα μου, κάποτε αρμονικά ενωμένων συναμεταξύ τους, κάποτε εναγώνια διχασμένων κι αντιτιθεμένων».

Από πολύ νωρίς ένιωσε μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική. Σ’ αυτήν αφιέρωσε ένα μεγάλος μέρος των σπουδών και της ζωής του ολόκληρης. Κι όμως, ποτέ δεν έβγαλε στο φως τους πίνακές του, τους οποίους ανακάλυψε η κόρη του, Αγνή Πικιώνη. «Το 1958, με αφορμή μια μετακόμιση από το σπίτι μας της οδού Βιζυηνού στη συνοικία Κυπριάδου -όπου η οικογένεια Πικιώνη έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της- αντίκρισα πρώτη φορά τα ζωγραφικά έργα του πατέρα μου μέσα σε μια μεγάλη ξύλινη κασέλα. Ο Πικιώνης δεν θέλησε ποτέ να παρουσιάσει το ζωγραφικό του έργο. Ισως θεώρησε ότι η ζωγραφική του ήταν απλώς μια άσκηση για τη διαμόρφωση της συνεχώς διαφοροποιούμενης καλλιτεχνικής του εμπειρίας».

Ο Σεζάν και η μεγάλη απόφαση

Το 1904 μπαίνει στο Πολυτεχνείο για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Απέναντι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, φοιτούσε ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, με τον οποίο γίνονται στενοί φίλοι. Λίγο καιρό αργότερα χτυπάει την πόρτα του Παρθένη εφοδιασμένος με ένα συστατικό γράμμα και κάποια σχέδια. Ο μεγάλος ζωγράφος τον δέχεται για μαθητή -ήταν ο πρώτος μαθητής που είχε ποτέ. Ηταν εκείνος που έπεισε τον πατέρα του να τον αφήσει να πάει στο Μόναχο το 1908 για να συνεχίσει τις σπουδές του στο σχέδιο και τη γλυπτική. Αρκούν, όμως, τρεις πίνακες του Σεζάν που θα δει για να μετακομίσει τον επόμενο κιόλας χρόνο στο Παρίσι, όπου θα μείνει ώς το 1912. Τότε φτάνει η ώρα της επιστροφής και της δύσκολης απόφασης:

Ο δρόμος που ακολουθούσα, τό ‘νιωθα, ήταν μακρύς, μακρύτερος απ’ τις συνθήκες μου τις οικονομικές. Τα χρέη που θα είχα ν’ αντιμετωπίσω στο γυρισμό μου ήταν σκληρά... Στενεμένος από την αδήριτη τούτη ανάγκη, επήρα την σκληρήν απόφαση ν’ αφιερώσω το υπόλοιπο του χρόνου στη μελέτη της Αρχιτεκτονικής».

Επιστρέφει στην Ελλάδα, παίρνει μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποστρατεύεται ως λοχαγός του Μηχανικού. Συνεχίζει τις μελέτες του επικεντρώνοντας στη λαϊκή τέχνη και παράδοση. Αντιγράφει σχέδια σπιτιών, αντικείμενα από μουσεία και συλλογές. Μέσα από τις αναζητήσεις του γίνεται φίλος με τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, αργότερα με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα (μαζί θα ιδρύσουν το περιοδικό «Τρίτο μάτι»), τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο και τον Στέρη, με τον οποίο ζωγράφιζαν μαζί. Θα περάσει σχεδόν μία δεκαετία μέχρι να σχεδιάσει το πρώτο σπίτι. «Εχτισα το πρώτο μου σπίτι το 1923 (στις Τζιτζιφιές, στην αριστερή όχτη του Ιλισού). Το δεύτερο (οδός Ηρακλείτου 1, Πατήσια) εχτίστηκε το 1925. Το εμπνεύστηκα από μιαν αναπαράσταση αρχαίου σπιτιού της Πριήνης. Οταν την είδα, είπα μέσα μου: Τούτο είναι ελληνικό και δεν έχει στοιχεία που ν’ ανήκουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρόνου και τόπου».

Το 1925 παντρεύεται την Αλεξάνδρα Αναστασίου και την ίδια χρονιά ονομάζεται έκτακτος καθηγητής του ΕΜΠ στην έδρα της Διακοσμητικής.

Ο δάσκαλος Πικιώνης και τα μεγάλα έργα

Δάσκαλος χαρισματικός, ιδιόρρυθμος, δυσνόητος για κάποιους, ο Πικιώνης δεν άφηνε ποτέ αδιάφορο το ακροατήριό του. Χαρακτηριστική η αφήγηση του ζωγράφου Γιώργου Μπουζιάνη. «Είχε κάτι το μυστηριώδες η ομιλία του. Αρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε χωρίς, όμως, ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβηνε στο τέλος, σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του. Κάποτε, όμως, έριχνε ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και μένα μέσα σ’ έναν μαγευτικό κόσμο».

Ενας άλλος ζωγράφος, ο Παναγιώτης Τέτσης, περιγράφει τον δάσκαλο Πικιώνη ως εξής: «Μιλούσε ψιθυριστά. Ελεγε για τον Σεζάν, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Αλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες όπως τον Εγγονόπουλο, κάποτε, δε, καλούσε κι άλλους, όπως τον Τσαρούχη. Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη».

Ο Δημήτρης Πικιώνης χάρισε κάποια σπάνια «κοσμήματα» στην Αθήνα, με κορυφαίο τη διαμόρφωση του χώρου στον περίγυρο της Ακρόπολης, στον λόφο του Φιλοπάππου και στον Λουμπαρδιάρη. Ο τότε μαθητής του, αρχιτέκτονας Δημήτρης Αντωνακάκης, αφηγείται: «Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Πικιώνη στην Ακρόπολη -ως φοιτητής- το καλοκαίρι του ‘56 και τον χειμώνα ‘56-’57. Μάθημα αξέχαστο, εμπειρία μοναδική κι ανεπανάληπτη. Τον έβλεπα λίγο. Ηταν απορροφημένος με το έργο στον Λουμπαρδιάρη και σπάνια τον πείθαμε να ανέβει μέχρι εμάς, που δουλεύαμε κάτω απ’ την Ακρόπολη. «Μας εμπιστευόταν», έλεγε. Εμπιστοσύνη που διδάσκει την υπευθυνότητα. Και η δουλειά πάνω στην Ακρόπολη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη στους άλλους, σ’ αυτούς που θα ζήσουν το χώρο: Στα παιδιά, που τα παρακολουθεί έκθαμβος να παίζουνε κουτσό για να πατήσουν από πλάκα σε πλάκα -βαλμένη με τόση προσοχή δίπλα στις άλλες- αναγνωρίζοντας στην κίνησή τους τη χορευτική ερμηνεία της δικής του απόφασης. Στους γέροντες, που αναπαύονται στα τσιμεντένια πεζούλια ή που κοιτούν στοχαστικά τη γη, τις πλάκες, το χορτάρι που ξεφυτρώνει ανάμεσα, καθώς βαδίζουνε προσεκτικά από πλατύσκαλο σε πλατύσκαλο, κατεβαίνοντας».

Το ωραιότερο ίσως σπίτι που έφτιαξε είναι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη (1949) στην οδό Κυπριάδου στα Πατήσια. Εξαίρετα δείγματα της τέχνης του θεωρούνται επίσης ο Παιδικός Κήπος της Φιλοθέης αλλά και το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια. Παρόλο που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα «μνημεία» του μοντερνισμού στην Ελλάδα, ο δημιουργός του δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εικόνα του. Ο ίδιος αναφέρει ως χαρακτηριστικά έργα του την έπαυλη Ανω Φιλοθέης (1954), τον ξενώνα των Δελφών (1955) και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη (1957) για να αποδείξει τη «σταθερή εμμονή που τα έργα τούτα -παρά τις κυμάνσεις- παρουσιάζουν εις το να δουλεύουν στο ίδιο ιδεώδες. Τούτο είναι φυσικό, αφού οι «αρχές» στις οποίες στηρίζονται είναι αμετακίνητες. Για τα λάθη των επιτευγμάτων μου δεν είναι υπόλογες οι αρχές τούτες, μα η λανθασμένη από λόγου μου ερμηνεία τους».

Δεν «φταίνε» οι αρχές, τα ιδεώδη· μόνον εμείς, που τα εφαρμόζουμε στραβά. Αυτό είναι ένα δίδαγμα που άφησε ο μεγάλος δάσκαλος Δημήτρης Πικιώνης, ο στοχαστής, ο ποιητής, ο φιλόσοφος φεύγοντας από τη ζωή πλήρης δημιουργικών ημερών τον Αύγουστο του 1968. Δίδαγμα όχι, βέβαια, για τον ίδιο, αλλά για τους μετέπειτα. Που δεν ακολούθησαν ούτε αρχές ούτε ιδεώδη. Με τις γνωστές συνέπειες.

Ο δάσκαλός μου

«Για μας ήταν ο άνθρωπος που κράταγε με πείσμα ανοιχτό τον κλεφτοπόλεμο απέναντι στην υλοποιημένη εικόνα μιας κοινωνίας που οι αξίες της περιορίστηκαν στη δύναμη και το κέρδος. Μιλώντας αλληγορικά, εντοπίζοντας την προσοχή μας στην ΑΡΕΤΗ, που την προσδιόριζε με στίχους του Σολωμού, του Σικελιανού και του Παλαμά, αποδεικνύοντας σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Στην Αθήνα του ’50, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έχει περιοριστεί σε λίγα κακοσχεδιασμένα και απλοϊκά κατασκευαστικά στερεότυπα. Η παρέμβαση του Πικιώνη σε αυτήν τη φάση της καθημερινής αρχιτεκτονικής πρακτικής με το ποιοτικό λεξιλόγιο που εισήγαγε δεν ήταν απλώς μια άλλη λογική, αλλά μια επανάσταση απέναντι στην αδιαφορία για AΥTO που χτίζεται και για τον ΛΟΓΟ που χτίζεται». (Από ομιλία του μαθητή του Δ. Πικιώνη, Δημήτρη Αντωνακάκη στις 8.12.1987)

Ενας ξεχωριστός άνθρωπος

Σε μια στιγμή που μου μιλούσε για αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και τη ζωγραφική του, ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Δεν θέλω εγώ να τα κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές». Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και καλλιτέχνη».

Γιώργος Μπουζιάνης

Εργα του Πικιώνη

  • Οικία Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Γρυπάρη 1, Κυπριάδου
  • Οικία Ποταμιάνου, Νιόβης και Β. Παύλου 1, Φιλοθέη
  • Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια, Λυκαβηττός
  • Διαμόρφωση χώρων γύρω από την Ακρόπολη και τον λόφο Φιλοπάππου, Αγιος
  • Δημήτριος Λουμπαρδιάρης και Τουριστικό Περίπτερο Φιλοπάππου
  • Παιδική χαρά, Λεωφόρος Ελ. Βενιζέλου, Φιλοθέη
  • Πολυκατοικία, Χέυδεν 27, Πλ. Βικτωρίας
  • Οικία Σταματοπούλου, Αγίας Λαύρας και Λασκαράτου, Πατήσια
  • Ξενοδοχείο Ξενία, ΔελφοίΠειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης
Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 379, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 31 Μαΐου 2009.